ἐγκρατής

From LSJ
Revision as of 11:17, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκρατής Medium diacritics: ἐγκρατής Low diacritics: εγκρατής Capitals: ΕΓΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: enkratḗs Transliteration B: enkratēs Transliteration C: egkratis Beta Code: e)gkrath/s

English (LSJ)

ἐγκρατές, (κράτος)
A in possession of power, S.OT941.
II holding fast, χεὶρ ἐγκρατεστάτη a hand with the firmest hold, X.Eq.7.8.
2 stout, strong, ἐ. σθένει A.Pr.55; τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον S.Ant.474; ἐ. σῶμα X.HG7.1.23.
III c. gen. rei, having possession of, χωρέων Hdt. 8.49, cf. 9.106, S.Ph.75, SIG58.7 (Milet., v B. C.), etc.; ναὸς ἐγκρατῆ πόδα the sheet that controls the ship, S.Ant.715; ἐ. αὑτῶν masters of themselves, Pl.Phdr.256b, al.; ἐ. ἀφροδισίων καὶ γαστρός X.Mem. 1.2.1, cf. 2.1.7, Oec.12.16.
2 abs., master of oneself, self-controlled, Pl.Def.415d; self-disciplined, Arist.EN1145b13, al.
IV Adv. ἐγκρατῶς, Ion. ἐγκρατέως Hp.Foet.Exsect.4, etc.; with a strong hand, by force, ἄρχειν Th.1.76; ἐ. ἔχειν τὴν ἀρχήν Arist.Pol.1284a40; ἐγκρατέως = forcibly, Theoc.25.266.
2 with self-control, temperately, ἐ. ἔχειν Pl.Lg. 710a; φέρειν τι D.Chr.2.53; ἐγκρατέως Archestr.Fr.23.20.

Spanish (DGE)

(ἐγκρᾰτής) -ές
I c. rég. de gen.
1 c. εἰμί en tema de pres. o sobreentendido que tiene bajo su control, que tiene en su poder, que está en posesión de c. gen. de cosa ὅκου ... τῶν αὐτοὶ χωρέων ἐγκρατέες εἰσί en cuál de los lugares que tuvieran bajo su poder Hdt.8.49, cf. 9.106, ναός S.Ant.715, τόξων S.Ph.75, τῶν πυλῶν ἐγκρατεῖς ὄντες teniendo el control de las puertas de la ciudad, Aen.Tact.24.8, σήμερον ἡμέραι τρεῖς ἐγκρατῆ αὐτῆς (sc. τῆς ὄνου) ὄντα POxy.3304.17 (IV d.C.), c. gen. sobreentendido οὐχ ὁ ... Πόλυβος ἐ. ἔτι; ¿no gobierna ya Pólibo (en Corinto)? S.OT 941
fig., c. gen. de abstr. εἰ γὰρ φήσετε τῆς μὲν δόξης ἐγκρατεῖς εἶναι Diog.Oen.70.2.10
que domina, capaz de controlar, capaz de dominar impulsos, pasiones o circunstancias físicas ὅσοι τῇ γλώσσῃ παφλάζουσι, χειλῶν μὴ ἐγκρατέες ἐόντες Hp.Epid.2.5.2, ἀφροδισίων καὶ γαστρὸς πάντων ἀνθρώπων ἐγκρατέστατος ἦν de Sócrates, X.Mem.1.2.1, cf. Oec.12.16, el frío y el calor, X.Mem.2.1.7, ὁ τοῦ κέρδους κρείττων καὶ ζημίας ἐ. quien está por encima de la ganancia, también es capaz de soportar una pérdida Aen.Gaz.Ep.6
c. gen. del refl. dueño de sí mismo (cf. II 2) ἐγκρατεῖς αὑτῶν καὶ κόσμιοι ὄντες Pl.Phdr.256b, cf. Grg.491d, τὸ πρῶτον ἦν ἐ. ἑαυτοῦ καὶ ἔφευγε τὴν ἄνθρωπον Plu.2.404a.
2 c. γίγνομαι en tema de aor. o perf. que se hace dueño de, que se apodera de, que se adueña de, que se hace con τῆς Φωκέων χώρας ἐγκρατεῖς γεγόνασι D.19.127, τῶν πλοίων Aen.Tact.4.9, cf. Hld.5.24.3, πολλῶν χρημάτων Theopomp.Hist.224, τῆς ἑταίρας Men.Sam.25, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης ... ἐγένοντο πάσης ἐγκρατεῖς se convirtieron en los amos de toda la tierra y el mar los romanos, Plb.1.3.9, οἵ τε τότε ἀφαι[ρ] εθέντες ἐγκρατεῖς ἐγένοντο τῶν ἰδίων IG 12(6).11.18 (Samos III a.C.), ὅλης τῆς Μεσήνης SEG 37.1403.14 (Babilonia II d.C.), cf. I.AI 12.247, τῶν συναλλάξεων PLugd.Bat.22.11.12 (II a.C.), ἡμῶν PTeb.39.29 (II a.C.), ὡς κοτίνου ἐγκρατεῖς γένοιντο νικήσαντες para hacerse con un ramo de olivo si vencen Luc.Anach.13, π[ά] ντων τῶν [ἀ] νηκόντων τοῖ[ς ἀφ] ήλιξι BGU 168.8 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.76.16 (IV d.C.), c. gen. sobreentendido ἢν δὲ ἡ πόλις ἐ. γένηται y si la ciudad (los) captura, Milet 1(6).187.7 (V a.C.). c. γίγνομαι en pres. histórico τῶν ὅπλων Tab.Il.1.g.74
que se hace cargo de τοῦ παιδίου Men.Sam.573.
II sin rég. de gen.
1 en sent. fís. fuerte, vigoroso ἐγκρατεῖ σθένει ῥαιστῆρι θεῖνε A.Pr.55, σίδηρος S.Ant.474, οὕτω ... ἡ χεὶρ ἐγκρατεστάτη X.Eq.7.8, σώματα X.HG 7.1.23, τὰ μὲν οὖν στερεὰ τὴν φύσιν ... ἐγκρατέα γίνεται ... τοῦ ὑγροῦ ἐκλείποντος las partes (del organismo) duras por naturaleza se hacen más sólidas por la falta de humedad Hp.Vict.1.9, ὠμοπλάται ... μεγάλοι καὶ ἐγκρατεῖς Polem.Phgn.70, del poder polít. τήν ... ἀρχὴν ἐγκρατεστέραν κατεστήσαντο consolidaron su imperio Th.1.118, cf. Isoc.6.45.
2 en sent. moral continente, dueño de sí mismo frente a todo tipo de pasiones ἐ. ὁ κρατῶν ἀντιτεινόντων τῶν τῆς ψυχῆς μορίων τῷ ὀρθῷ λογισμῷ Pl.Def.415d, op. ἀκρατήςincontinente’ ὁ δ' ἐ. εἰδὼς ὅτι φαῦλαι αἱ ἐπιθυμίαι οὐκ ἀκολουθεῖ διὰ τὸν λόγον Arist.EN 1145b13, cf. 1147b22 cf. Arr.Epict.3.1.8, δειπνῶν δὲ πᾶς τ'αλλότρια γίνετ' ὀξύχειρ κοὐκ ἐ. Nicom.Com.1.33, παῖς ὤν κόσμιος γένου, ἡβῶν ἐ., μέσος δίκαιος Nouveau Choix 37 (Ai Khanoum III a.C.), ἐ. δὲ μάλιστα ἐστιν ὃς ἂν γλώσσης ἐ. ᾖ Asoka Edict.1S., ἦτορ Ps.Phoc.145, como virtud crist. Ep.Tit.1.8, JJP 29.1999.68 (Egipto IV d.C.), IGChEg.413.3 (crist.), Gr.Naz.M.36.396B, Const.App.3.7, Amph.Seleuc.9, Thdt.M.83.433B
subst. τὸ ἐ. continencia Gr.Naz.M.35.1208B, Eus.PE 8.12.12, Basil.Ep.2.6
neutr. plu. sup. como adv. τῶν κοβιῶν δ' ἀπέσχετ' ἐγκρατέστατα Macho 37.
3 encratita miembro de la secta del mismo nombre διακόνισσα τῶν Ἐνκρατῶν MAMA 7.69b.2, cf. a.5, Klein.Türsteine 666 (todas Laodicea Combusta IV d.C.), οἱ καλούμενοι Ἐγκρατεῖς ἀγαμίαν ἐκήρυξαν Eus.HE 4.29.2.
III adv. ἐγκρατῶς, ἐγκρατέως
1 firmemente, con fuerza Ibyc.5.12, ἐ. στιβαρὰς σὺν χεῖρας ἐρείσας Theoc.25.266, del poder polít. ἄρχειν Th.1.76, cf. Arist.Pol.1284a40.
2 con continencia, con moderación ἐ. ἔχειν πρὸς τὰς ἡδονάς op. ἀκρατῶς Pl.Lg.710a, τοῖς λαχάνοις προσάγειν καὶ ... ἐ. πυθαγορίζειν darse a las legumbres y pitagorizar con continencia Archestr.SHell.154.20, μεταβολὴν ... τύχ[ης] ἐ. οἴσει Men.Dysc.770, ἐ. τὰς εὐτυχίας φέρειν llevar el éxito con moderación op. μεθ' ὕβρεως D.Chr.2.53.

German (Pape)

[Seite 710] ές, 1) festhaltend, χεὶρ ἐγκρατεστάτη, am geschicktesten zum Festhalten, Xen. de re equ. 1, 8, vgl. Cyn. 10, 10; übh. handfest, stark, σθένος Aesch. Prom. 55; σώματα Xen. Hell. 7, 1, 23; τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον, das festeste, Soph. Ant. 470. – 2) die Oberhand habend, Herr seiend, Soph. O. R. 941; τινός, einer Sache mächtig, τόξων Phil. 75; χωρέων Her. 8, 49; Thuc. 5, 35; vgl. ἱμάτιον πριάμενός τις καὶ ἐγκρατὴς ὤν Plat. Theaet. 197 b; τῶν πατρώων Crat. 391 c; ἑαυτοῦ, seiner selbst mächtig, sich selbst beherrschend, Legg. I, 645 e; ἐγκρατεῖς ἑαυτῶν καὶ κόσμιοι Phaedr. 256 b; Gegensatz ὀξύχειρ Nicomach. com. Ath. VII, 291 (v. 33); τινός, in Etwas enthaltsam, mäßig, ἀφροδισίων καὶ γαστρός Xen. Mem. 1, 2, 1, eigtl. Herr seines Bauches, vgl. Cyr. 1, 2, 8 Oec. 9, 11; ἡδονῆς Mem. 4, 1, 14; Dion. Hal. 2, 10; ἐγκρατὴς γίγνεσθαί τινος, Herr über Etwas werden, Plat. Rep. VI 499 d; ἐγκρατὲς δὲ τῆς πόλεως τὰ πολλὰ τὸ πλῆθος Menex. 238 d. – Adv. ἐγκρατῶς, z. B. ἔχειν τὴν ἀρχήν, fest, kräftig regieren, Arist. pol. 3, 9; ἄρχειν Thuc. 1, 76 u. A.; mäßig, enthaltsam, ἔχειν πρὸς τὰς ἡδονάς Plat. Legg. IV, 710 a.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. qui a de la force en soi-même, d'où
1 fort, vigoureux;
2 qui est en possession du pouvoir, puissant;
II. maître de, gén. : ἐγκρατὴς γαστρὸς καὶ ποτοῦ XÉN qui maîtrise son appétit et son désir de boire ; abs. ἐγκρατής maître de soi, tempérant, continent;
Cp. ἐγκρατέστερος, Sp. ἐγκρατέστατος.
Étymologie: ἐν, κράτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκρᾰτής:
1 сильный, крепкий (σθένος Aesch.; σώματα Xen.; ἀκρωτήρια Arst.);
2 твердый (σίδηρος Soph.);
3 властвующий, царствующий (Πόλυβος Soph.);
4 обладающий, владеющий (τῆς Ἑλλάδος Her.; τοῦ ἄλλου, sc. χωρίου Thuc.): ἐ. τῆς νίκης Plut. одержавший победу;
5 умеющий пользоваться (τὰ παιδία τῶν μορίων οὐκ ἐγκρατῆ ἐστιν Arst.): ἐ. ἑαυτοῦ Plat. владеющий собой;
6 воздержный, умеренный (ἐ. καὶ σώφρων Arst.; ἐ. γαστρὸς καὶ ποτοῦ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκρᾰτής: -ές, (κράτος) ὁ ἔχων κράτος, ἐξουσίαν, οὐχ ὁ πρέσβυς Πόλυβος ἐγκρατὴς ἔτι; Σοφ. Ο. Τ. 941. ΙΙ. στερεῶς κρατῶν, χεὶρ ἐγκρατεστάτη, χεὶρ σταθερώτατα κρατοῦσα, Ξεν. Ἱππ. 7. 8. 2) ἰσχυρός, στιβαρός, ἐγκρατεῖ σθένει Αἰσχύλ. Πρ. 55· τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον Σοφ. Ἀντ. 474· ἐγκρ. σῶμα Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 23. ΙΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, ὁ ἔχων ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του πρᾶγμά τι, κύριός τινος, Λατ. compos rei, Ἡρόδ. 8. 49., 9. 106, Σοφ. Φ. 75, κτλ.· ναὸς ἐγκρατῆ πόδα, τὸ σχοινίον τοῦ μεγάλου ἱστίου, δηλ. τοῦ κυριωτέρου ἱστίου τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 715· ἐγκρ. ἑαυτοῦ, κύριος ἑαυτοῦ, Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β, κ. ἀλλ.· ἐγκρ. ἀφροδισίων, γαστρός, οἴνου, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Οἰκ. 12, 16. 2) ἀπολ., ἐγκρατής, κύριος ἑαυτοῦ, Πλάτ. Ὅροι 415D· παιδεύων, συγκρατῶν ἑαυτόν, Λατ. continens, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 4, κτλ. IV. Ἐπίρρ. ἐγκρατῶς, στιβαρᾷ χειρί, ἰσχυρῶς, βία, ἄρχειν 1. 76· ἐγκρ. ἔχειν τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 9. 2) μετ’ ἐγκρατείας, Πλάτ. Νόμ. 710Α.

English (Strong)

from ἐν and κράτος; strong in a thing (masterful), i.e. (figuratively and reflexively) self-controlled (in appetite, etc.): temperate.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3), ἐγκρατες (κράτος);
1. properly, equivalent to ὁ ἐν κράτει ὤν, strong, robust: Aeschylus, Thucydides, and following.
2. having power over, possessed of (a thing), with a genitive of the object; so from (Sophocles and) Herodotus down.
3. mastering, controlling, curbing, restraining: ἀφροδισιων, Xenophon, mere. 1,2, 1; ἠδωνης, ibid. 4,5, 10; ἑαυτοῦ, Plato; absolutely (without a genitive), controlling oneself, temperate, continent, (Aristotle, eth. Nic. 7,4, p. 1146{b}, 10ff); Philo de Jos. § 11): Titus 1:8.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐγκρατής, -ές)
ο κύριος του εαυτού του, αυτός που αυτοσυγκρατείται, που έχει αυτοκυριαρχία
αρχ.
1. όποιος διαθέτει κράτος ή εξουσία
2. ο ικανός να κρατεί κάτι γερά, σταθερά
3. ισχυρός, στερεός («ἐγκρατέστατον σίδηρον»)
4. φρ. «ναὸς ἐγκρατῆ πόδα» — το σκοινί του μεγάλου ιστίου.

Greek Monotonic

ἐγκρᾰτής: -ές (κράτος
I. αυτός που κατέχει δύναμη, εξουσία, σε Σοφ.
II. αυτός που κρατά γερά, ρωμαλέα, δυνατά, σε Αισχύλ., Σοφ.
III. με γεν. πράγμ., αυτός που έχει την εξουσία πάνω σ' ένα πράγμα, ο κύριός του, Λατ. compos rei, σε Ηρόδ., Σοφ.· ναὸς ἐγκρατῆ πόδα, σχοινί που συγκρατεί, ελέγχει το πλοίο, σχοινί του κυριότερου ιστίου του πλοίου, στον ίδ.· ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ, αυτός που ορίζει, εξουσιάζει, είναι κύριος του εαυτού του, σε Πλάτ.
IV. επίρρ. -τῶς, με χέρι στιβαρό, δυνατό, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐγ-κρᾰτής, ές κράτος
I. in possession of power, Soph.
II. holding fast, stout, strong, Aesch., Soph.
III. c. gen. rei, having possession of a thing, master of it, Lat. compos rei, Hdt., Soph.; ναὸς ἐγκρατῆ πόδα the sheet that controls the ship, Soph.; ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ master of oneself, Plat.
IV. adv. -τῶς, with a strong hand, by force, Thuc.

Chinese

原文音譯:™gkrat»j 恩格-克拉帖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在內-握住了
字義溯源:自持,自制,有教養的;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(κράτος)*=權力)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 自制(1) 多1:8

English (Woodhouse)

continent, strong, master of, physically strong, possessed of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δυνατός, κύριος ἑαυτοῦ). Ἀπό τό ἐν + κράτος (=δύναμη).
Παράγωγα: ἐγκρατέω, ἐγκράτεια, ἐγκράτευμα.

Translations

strong

Abkhaz: аӷәӷәа; Afrikaans: sterk; Akkadian: 𒆗; Albanian: i fortë; Amharic: ፈርጠም; Arabic: قَوِيّ‎; Aragonese: fuerte; Armenian: ուժեղ; Aromanian: vãrtos, cadãr, putut, ndrumin, silnãos, silnãvos; Assamese: বলী; Asturian: fuerte; Azerbaijani: güclü; Banjarese: iskaya; Bashkir: көслө, көстө; Belarusian: сі́льны, моцны; Bengali: শক্তিশালী; Bikol Central: makusog; Bulgarian: силен; Burmese: ကျန်း, ပြင်း, ဗလဝ; Catalan: fort; Chamicuro: tinowa; Chechen: нуьцкъала, чӏогӏа; Chinese Mandarin: 強, 强; Chuukese: pochokun; Crimean Tatar: küçlü; Czech: silný; Dalmatian: fuart; Danish: stærk; Dutch: sterk, krachtig; Esperanto: forta; Estonian: tugev; Even: эҥси; Evenki: эңэси; Extremaduran: huerti; Finnish: vahva, voimakas, väkevä; French: fort; Friulian: fuart; Galician: forte; Georgian: ძლიერი; German: stark, kräftig; Gothic: 𐍃𐍅𐌹𐌽𐌸𐍃; Ancient Greek: ἰσχυρός, σθεναρός, καρτερός, ἴφιος; Greenlandic: sakkortuvoq; Hebrew: חָזָק‎; Hindi: बलवान, ताक़तवर, शक्तिशाली; Hungarian: erős; Icelandic: sterkur; Indonesian: kuat; Irish: láidir, bríomhar, neartmhar, calma, urrúnta, tréan; Italian: forte, aitante; Japanese: 強い; Javanese: kuat, rosa; Kazakh: күшті; Khmer: ខ្លាំង; Kikai: 強さい; Korean: 강하다, 세다; Kunigami: 強ーせん; Kurdish Central Kurdish: بەقوەت‎; Kyrgyz: күчтүү; Laboya: maddo, kadiwoka, kulha, tuhula; Lao: ກຳລັງ, ກັດ, ແຂງແຮງ, ແຮງ; Latgalian: styprys, dykts; Latin: robustus, firmus, valens, validus, potens; Latvian: stiprs, varens, spēcīgs; Lithuanian: stiprus; Livonian: viš; Lombard: fort; Luxembourgish: staark; Macedonian: силен; Maguindanao: mabager; Malay: kuat; Maltese: qawwi; Manx: lajer; Maori: kaha, tāngutungutu, kōmārohi; Maranao: mabeger; Mbyá Guaraní: mbaraete; Mirandese: fuorte; Miyako: 強; Mongolian: бөх; Nanai: манга; Nepali: बलियो; Norman: fort; Northern Amami-Oshima: 強ーさり; Norwegian Bokmål: sterk; Occitan: fòrt; Okinawan: 強ーさん; Oki-No-Erabu: 強ーさん; Oromo: jabaa; Persian: قوی‎, زورمند‎; Plautdietsch: stoakj; Polish: silny, krzepki, mocny; Portuguese: forte; Quechua: sinchi; Romanian: puternic; Romansch: ferm; Russian: сильный, мощный; Sanskrit: प्रबल, बलवान, सबल; Vedic: तूय, तवस्; Sardinian: folte, forte, forti; Scottish Gaelic: làidir, cumhachdach, lùthmhor, neartmhor, treun; Serbo-Croatian Cyrillic: си̑лан, ја̏к, снажан; Roman: sȋlan, jȁk, snážan; Sidamo: jawaata; Slovak: silný; Slovene: močan, silen; Southern Amami-Oshima: 強ーさむっ; Spanish: fuerte; Sumerian: 𒆗; Swahili: imara; Swedish: kraftfull, stark; Tagalog: malakas; Tajik: қавӣ; Tatar: көчле, куәтле; Tausug: makusug; Telugu: బలమైన; Thai: แข็งแรง; Tibetan: ཤུགས་ཆེན་པོ; Toku-No-Shima: 強ーさい; Turkish: güçlü, kuvvetli; Turkmen: güýçli; Tuvan: шыдалдыг, шыырак, дыңзыг, күштүг, мөчэк; Ukrainian: сильний, мі́цний; Urdu: بلوان‎, طاقتور‎; Uyghur: كۈچلۈك‎; Uzbek: kuchli; Vietnamese: mạnh; West Frisian: sterk; Western Bukidnon Manobo: meviɣer; White Yaeyama: 強ーさん; Yakut: бөҕө, күүстээх; Yiddish: שטאַרק‎; Yonaguni: 強ん; Yoron: 強ーさん; Yámana: manakata; Zhuang: ak, rengz