τερατολόγος

From LSJ
Revision as of 11:50, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτολόγος Medium diacritics: τερατολόγος Low diacritics: τερατολόγος Capitals: ΤΕΡΑΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: teratológos Transliteration B: teratologos Transliteration C: teratologos Beta Code: terato/logos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,
A marvel-monger, Poll.9.147 (citing Plato, v. ΙΙ), Philostr.V A3.32.
II Adj., in pass. sense, portentous, φύσεις Pl.Phdr.229e.

German (Pape)

[Seite 1092] 1) von Naturwundern, auffallenden, wunderbaren Erscheinungen od. Begebenheiten, bes. latwen, welche wan als bedeutungsvolle Vorzeichen nettawiet, sprechend, sie erklärend, Sp. – 2) auch pass. wavon Wunderdinge erzählt werden, wunderbar, widernatürlich, φύσεις Plat. Phaedr. 229 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui raconte des histoires de choses extraordinaires;
2 au sujet de qui l'on raconte des choses prodigieuses.
Étymologie: τέρας, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτολόγος: фантастический, диковинный (φύσεις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτολόγος: ὁ, ὁ τερατολογῶν, ὁ θαυμαστὰ καὶ παράδοξα μυθεύων, Φιλόστρ. 123, Πολυδ. Θ΄, 147. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐπὶ παθητ. σημασίας, ὁ περὶ οὗ θαυμαστὰ καὶ τερατώδη λέγονται, τερατώδης, Γοργόνων καὶ Πηγάσων καὶ ἄλλων ἀμηχάνων... καὶ ἀτοπίαι τερατολόγων τινῶν φύσεων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε.

Greek Monolingual

-ο / τερατολόγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα
νεοελλ.
1. αυτός έχει την τάση να λέει τερατολογίες
2. επιστήμονας βιολόγος ειδικός στην τερατολογία
αρχ.
(με παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο λέγονται θαυμαστά και παράδοξα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -λόγος].

Greek Monotonic

τερᾰτολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που μιλάει για θαυμαστά και παράδοξα πράγματα, εκπληκτικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

τερᾰτο-λόγος, ὁ, λέγω
of which marvellous things are told, portentous, Plat.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τέρας + λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τέρας.