ἐπανακρούω

From LSJ
Revision as of 07:10, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανακρούω Medium diacritics: ἐπανακρούω Low diacritics: επανακρούω Capitals: ΕΠΑΝΑΚΡΟΥΩ
Transliteration A: epanakroúō Transliteration B: epanakrouō Transliteration C: epanakroyo Beta Code: e)panakrou/w

English (LSJ)

poet. ἐπαγκρούω, put a ship back (v. ἀνακρούω), Hsch.: metaph., πάλιν ἐπαγκρούων Isyll.6:—Med., put back, Ar.Av. 648.

German (Pape)

[Seite 900] (κρούω), zurückstoßen. – Med., zurückkehren, δεῦρο Ar. Av. 848.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανακρούω: ὠθῶ πλοῖόν τι πρὸς τὰ ὀπίσω (ἀνακρούω), «ἐπανακροῦσαι· εἰς τοὐπίσω χωρῆσαι. ἐπὶ τῶν κωπηλατοῦντων, ὅταν στρέψαντες τὴν πρύμναν ἐπανακρούωνται, ἵνα εἰς τοὐπίσω χωρήσῃ τὸ πλοῖον» Ἡσύχ.: - Μέσ., ἐπανάκρουσαι πάλιν, «ὑπόστρεψον ἐπὶ τοὐπίσω» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 648.

Greek Monolingual

ἐπανακρούω και ποιητ. τ. έπαγκρούω (Α) κρούω
1. ανακρούω, σπρώχνω με τα κουπιά ένα πλοίο προς τα πίσω
2. μέσ. γυρίζω κάτι πίσω, το επιστρέφω
3. αλλάζω γνώμη.