εἰκονοστάσιον

From LSJ
Revision as of 12:13, 10 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκονοστᾰ́σιον Medium diacritics: εἰκονοστάσιον Low diacritics: εικονοστάσιον Capitals: ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟΝ
Transliteration A: eikonostásion Transliteration B: eikonostasion Transliteration C: eikonostasion Beta Code: ei)konosta/sion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, shrine, Anon.in Rh.78.2.

Spanish (DGE)

-ου, τό
iconostasio, especie de capilla con imágenes o iconos εἰκονοστάσια μικρὰ ξύλινα Anon.in Rh.78.2.

Greek Monolingual

εικονοστάσιο και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον)
1. το μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες
2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ του κυρίως ναού και του Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων
νεοελλ.
μικρό κτίσμα στο ύπαιθρο όπου τοποθετείται εικόνα ή εικόνες
αρχ.
ο χώρος στον οποίο τοποθετούνται τα λατρευτικά αγάλματα.