περίθεσις

From LSJ
Revision as of 07:44, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίθεσις Medium diacritics: περίθεσις Low diacritics: περίθεσις Capitals: ΠΕΡΙΘΕΣΙΣ
Transliteration A: períthesis Transliteration B: perithesis Transliteration C: perithesis Beta Code: peri/qesis

English (LSJ)

-εως, ἡ, putting round, putting on, ἐκ περιθέσεως in the act of application, Heraclasap. Orib.48.12.1; π. χρυσίων 1 Ep.Pet.3.3; βρόχου Philum.Ven.7.8; στραγγάλης S.E.P.3.15: pl., π. πλοκαμίδων J.AJ 19.1.5; κωνωπίων Sor.1.85.

German (Pape)

[Seite 577] ἡ, das Herumsetzen, Sp., wie N. T.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de placer autour;
NT: parure ; ornement de bijoux.
Étymologie: περιτίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίθεσις -εως, ἡ [περιτίθημι] het aandoen, het dragen:. ὁ ἔξωθεν... περιθέσεως χρυσίων... κόσμος het uiterlijk vertoon van het dragen van gouden sieraden NT 1 Pet. 3.3.

Russian (Dvoretsky)

περίθεσις: εως ἡ
1 накидывание, набрасывание (στραγγάλης Sext.);
2 надевание (χρυσίων NT).

English (Strong)

from περιτίθημι; a putting all around, i.e. decorating oneself with: wearing.

English (Thayer)

περιθέσεως, ἡ (περιτίθημι), the act of putting around (περί, III:1) (Vulg. circumdatio (A. V. wearing)): περιθέσεως χρυσίων κόσμος, the adornment consisting of the golden ornaments wont to be plied around the head or the body, Arrian 7,22), Galen, Sextus Empiricus, others.)

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, Α περιτίθημι
το να περιτίθεται, να τοποθετείται κάτι ολόγυρα από κάτι άλλο («καὶ περιθέσεως χρυσίων», ΚΔ).

Greek Monotonic

περίθεσις: -εως, ἡ, περιβολή, επίθεμα, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

περίθεσις: -εως, ἡ, τὸ περιτιθέναι, ἐπιτιθέναι, περιβάλλεσθαι, Σέξ. Ἐμπ. π. Π. 2.15, 1, Ἐπιστ. Πέτρ. 3.3· ἴδε λέξ. ἐν περίθετος.

Middle Liddell

περί-θεσις, εως,
a putting on, NTest.

Chinese

原文音譯:per⋯qesij 胚里-帖西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:周圍-安置(著)
字義溯源:四圍安置,穿著,戴,穿上;源自(περιτίθημι)=綁);由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(τίθημι)*=設立,安放)組成,其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 戴(1) 彼前3:3