ἡδονικός

From LSJ
Revision as of 08:24, 23 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδονικός Medium diacritics: ἡδονικός Low diacritics: ηδονικός Capitals: ΗΔΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: hēdonikós Transliteration B: hēdonikos Transliteration C: idonikos Beta Code: h(doniko/s

English (LSJ)

ἡδονική, ἡδονικόν,
A of or for ἡδονή, pleasurable, Chrysipp. Tyan. ap. Ath. 14.647d; βίος ἡδονικός Arist. ap. D.L.5.31.
II οἱ ἡδονικοί the voluptuaries, hedonists, of the Cyrenaic school of philosophers, Ceb.13, Ath.13.588a; ἡ ἡδονικὴ αἵρεσις = hedonist school, hedonist doctrine, Gal.Libr.Propr.16; ἐπὶ σωφροσύνης οὐχὶ ἡ. λέγεται ὁ ὑπερβάλλων ἀλλ' ἀκόλαστος Asp.in EN53.19. Adv. ἡδονικῶς = pleasantly Procl. in Prm. p.521S.

German (Pape)

[Seite 1153] zum Vergnügen gehörig, dem Vergnügen ergeben; βίος Arist. D. L. 5, 31; Sp.; von angenehmem Geschmack, Ath. XIV, 647 c; bes. hießen die Philosophen der kyrenäischen Schule ἡδονικοί, weil sie die ἡδονή zum höchsten Zwecke des Menschen machten, Ath. VII, 312 f XIII, 588 a u. öfter.

Russian (Dvoretsky)

ἡδονικός: стремящийся к удовольствиям или полный наслаждений (βίος Arst. ap. Diog. L., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἡδονήν, εὐφρόσυνος, τερπνός, εὐάρεστος, Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D· βίος ἡδ. Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 31· - οἱ τῆς Κυρηναϊκῆς σχολῆς ὀπαδοί, οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἀριστίππου ἐκαλοῦντο οἱ ἡδονικοί, καὶ ἡ αἵρεσιςφιλοσοφία αὐτῶν ἡδονική, διότι ἐδόξαζον τὴν ἡδονὴν ὡς τὸ ἄκρον ἀγαθὸν τοῦ ἀνθρώπου, Κέβης Πίν. 13, Ἀθήν. 588Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ηδονικός, -ή, -όν) ηδονή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί
οι οπαδοί του ιδρυτή της κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου Αρίστιππου
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδονικός
ο οπαδός του ηδονισμού
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η ηδονική
η αίρεση ή φιλοσοφία τών ηδονικών που δέχεται την ηδονή ώς το μεγαλύτερο αγαθό.
επίρρ...
ηδονικώς και ηδονικά (AM ἡδονικῶς, Μ και ἡδονικά)
1. με τρόπο ηδονικό, που προκαλεί ηδονή
2. με ηδονή, με ευχαρίστηση, με απόλαυση
νεοελλ.-μσν.
γλυκά, όμορφα («ἡδονικά ἐλάλησα», Διγ.).