πιστικός

From LSJ
Revision as of 10:30, 23 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστικός Medium diacritics: πιστικός Low diacritics: πιστικός Capitals: ΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pistikós Transliteration B: pistikos Transliteration C: pistikos Beta Code: pistiko/s

English (LSJ)

(A), πιστική, πιστικόν, (πίνω) liquid, νάρδος Ev.Marc.14.3, Ev.Jo.12.3.(B), πιστική, πιστικόν, (πίστις)
A faithful, Vett.Val.10.14, Cat.Cod. Astr.8(4).169; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός Artem.2.32. Adv. πιστικῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Plu.Pel.8: Sup. πιστικώτατα Hld.3.9.
2 late spelling of πειστικός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 620] 1) zum Glauben, zur Treue gehörig, treu, πιστικῶς ἔχειν τινί, Plut. Pelop. 8. – 2) = πειστικός, überzeugend, überredend; ῥήτωρ, Plat. Gorg. 455 a; λόγοι, Xen. Cyr. 1, 6, 10; Arist. rhet. 1, 2. trinkbar, flüssig, N.T., νάρδος, was Andere erklären = Vertrauen erweckend, sich als echt ankündigend.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
fidèle;
NT: authentique, pur.
Étymologie: πιστός¹.
2ή, όν :
potable ; liquide.
Étymologie: πιστός².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιστικός -ή -όν [πιστός] trouw, betrouwbaar; ook van zaken. νάρδος πιστικός echte nardusolie NT Marc. 14.3.

Russian (Dvoretsky)

πιστικός:
1 убедительный (λόγοι Xen.; ῥήτωρ Plat.);
2 настоящий, чистый (νάρδος NT).

Greek (Liddell-Scott)

πιστικός: (Α), ή, όν, (πίνω) ὑγρός, ῥευστός, νάρδος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. πιστός (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ πίστις, γνήσιος, καθαρός, ἄμικτος.

English (Abbott-Smith)

πιστικός, -ή, -όν (πίστις),
1.having the gift of persuasion (Plat., Gorg., 455A).
2.
(a)of persons, faithful, trusty (Plut.);
(b)of things, trustworthy, genuine: νάρδος π., Mk 14:3, Jo 12:3. †

English (Strong)

from πίστις; trustworthy, i.e. genuine (unadulterated): spike-(nard).

English (Thayer)

πιστικη, πιστικον (πιστός), pertaining to belief;
a. having the power of persuading, skillful in producing belief: Plato, Gorgias, p. 455a. b. trusty, faithful, that can be relied on: γυνή πιστικη καί οἰκουρός καί πειθομενη τῷ ἀνδρί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,32; often so in Cedrenus (also (of persons) in Epiphanius, John Moschus, Sophronius of Damascus; cf. Sophocles' Lexicon, under the word); of commodities equivalent to δόκιμος, genuine, pure, unadulterated: so νάρδος πιστικη (but A. V. spike-(i. e. spiked) nard, after the nardi spicati of the Vulg. (in Mark)), Pliny, h. n. 12,26; Dioscorides (100 A.D.>?) de mater. med. 1,6,7); hence, metaphorically, τό πιστικον τῆς καινῆς διαθήκης κρᾶμα, Eusebius, dem. evang. 9,8 (p. 439d.). Cf. the full discussion of this word in Fritzsche on Mark, p. 596ff; Lücke on Winer's Grammar, 97f (92 f); (especially Dr. James Morison on Mark, the passage cited).

Greek Monolingual

(I)
-ή, και -ιά, -ό / πιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά
ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος
αρχ.
1. γνήσιος
2. πειστικός
3. το αρσ. ως ουσ. πλοίαρχος εμπορικού πλοίου.
επίρρ...
πιστικῶς Α
με πίστη, εμπιστοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις. Ο νεοελλ. τ. πιστικός «βοσκός» < πιστός κατά το σχήμα αφέντης: αφεντικός].
(II)
-ή, -όν, Α πιστός (II)]
1. πόσιμος
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που βρίσκεται σε υγρή κατάσταση, υγρός.

Greek Monotonic

πιστικός: (Α), -ή, -όν (πίνω), υγρός, σε Καινή Διαθήκη· άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο πίστις, με την έννοια του γνήσιος, αυθεντικός, αγνός.
πιστικός: (Β), -ή, -όν (πίστις),
1. πιστός, αφοσιωμένος· επίρρ., πιστικῶς ἔχειν τινί, σε Πλούτ.
2. γνήσιος, βλ. το επόμ.

Middle Liddell

1
liquid, NTest.: others refer it to πίστις, in the sense of genuine, pure.
2
1. faithful:—adv., πιστικῶς ἔχειν τινί Plut.
2. genuine, v. πιστικός1