ζωμός
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
Dor. δωμός (q.v.), ὁ,
A soup or sauce to eat with meat, fish, etc., Ar.Eq.1174, Pax716, al.; οἱ ζωμοὶ οἱ τῶν πιόνων soups made from animals with soft fat (πιμελή), Arist.HA520a8, cf. PA651a29; ζωμὸς μέλας = black broth of the Spartans, Matro Conv.94, cf. Plu.Lyc.12: metaph., bloodshed, Thphr. Char.8.7.
2 Com. name for fat, greasy fellow, λιπαρὸς περιπατεῖ Δημοκλῆς, ζ. κατωνόμασται Anaxandr.34.5, cf. Aristopho 4.3.
3 in Alchemy, wash, Ps.-Democr.Alch.p.48 B., Zos.Alch.p.169 B.
German (Pape)
[Seite 1143] ὁ (ζέΕω), Brühe, bes. von gekochtem Fleisch, Suppe; ἑφθὸν ἐκ ζωμοῦ κρέας Ar. Equ. 1174; Pax 700 u. öfter; Plat. Lys. 209 d; Ath. XII, 516, lu. öfter; ζωμοῦ ἀρυστρίς, = ζωμήρ υσις, Ep. ad. 107 (Plan. 9). Bekannt ist die schwarze Suppe der Spartaner, ὁ μέλας ζωμός, Plut. Lyc. 12; VLL, – Bei Anaxandrid. Ath. VI, 242 e wird Einer, der λιπαρὸς περιπατεῖ, komisch ζωμός genannt. – Übertr., ein Blutbad, vgl. Casaub. Theophr. Char. 8, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jus, sauce : ζωμὸς μέλας brouet ou sauce noire des Lacédémoniens.
Étymologie: ζέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωμός -οῦ, ὁ [~ ζύμη] soep (meestal dik, met vlees of groente);; ζ. μέλας zwarte soep (traditioneel gerecht in Sparta) Plut. Lyc. 12.12; overdr. bloedvergieten. Thphr. Char. 8.7.
Russian (Dvoretsky)
ζωμός: ὁ ζέω похлебка, суп или соус Plat., Arph.: ὁ ζ. ὑός Arst. похлебка из свинины; ὁ μέλας ζ. Plut. черная похлебка (у лакедемонян).
Greek Monolingual
ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός)
το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος»)
αρχ.
1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.)
2. (σκωπτικά) ευτραφής, χοντρός («λιπαρός... Δημοκλῆς, ζωμὸς κατωνόμασται», Αναξανδρ.)
3. (στην αλχημεία) απόπλυμα
4. φρ. «μέλας ζωμός»
(στην αρχαία Σπάρτη) ο ζωμός που παρασκευαζόταν από χοιρινό κρέας και αίμα και τον οποίο έτρωγαν στα κοινά συσσίτια οι ενήλικοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η σύνδεση του με το ζύμη προϋποθέτει μετάπτωση ō:ū, που δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή.
ΠΑΡ. αρχ. ζωμάριον, ζωμεύω, ζωμίδιον, ζωμίλη, ζωμίον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ζωμάλμη, ζωμήρυσις, ζωμοποιώ, ζωμοτάριχος
νεοελλ.
ζωμοδόχος, ζωμοθεραπεία. (Β' συνθετικό) εύζωμος, αρχ. αφαρόζωμος, οξύζωμος, πεπερόζωμος].
Greek Monotonic
ζωμός: ὁ, Λατ. jus, σάλτσα που συνοδεύει πιάτα με κρέας, ψάρι κ.λπ., σε Αριστοφ.· ὁ μέλας ζωμός, σκουρόχρωμος ζωμός κρέατος που έτρωγαν οι Σπαρτιάτες, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
ζωμός: Δωρ. δωμός, ὁ, (Λατ. jus, ἴδε Ζ ζ. ΙΙ. 3), ζωμὸς ἢ «σάλτσα», τρωγόμενος μετὰ τοῦ κρέατος, ἰχθύος, κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1174, Εἰρ. 716 κ. ἀλλ.· οἱ ζωμοὶ οἱ τῶν πιόνων, ζωμοὶ παρασκευαζόμενοι ἐκ κρεάτων ζῴων ἐχόντων πάχος (πιμελήν), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 17, 1, πρβλ. Μ. Ζ. 2. 5, 2· ζ. μέλας, ὁ τῶν Σπαρτιατῶν, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136 Ε· ὁ μέλας ζ. Πλούτ. Λυκ. 12· - μεταφ., χύσις αἵματος, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 8. 2· πρβλ. πέλανος ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. 2) κωμικὸν ὄνομα ἀνθρώπου παχέος, λιπαρὸς περιπατεῖ Δημοκλῆς· ζωμὸς κατωνόμασται Ἀναξανδρ. Ὀδυσσ. 2. 5, πρβλ. Ἀριστοφῶντα Ἰατρ. 1. 3.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: sauce, soup (Asios, Ar., Arist.).
Compounds: Rarely in compp., e.g. εὔ-ζωμον n. Eruca sativa (Thphr.; prop. making good sauce; cf. Strömberg Pflanzennamen 107).
Derivatives: Dimin. ζωμίον (pap. IIa), -ίδιον (Ar.), -άριον (med.); ζωμίλη ἄνηθον (dill) H., Phot. (on the formation Chantraine Formation 249). Denomin. verb ζωμεύω boil into soup (Ar., Hp.) with ζωμεύματα pl. soups (Ar. Eq. 279; cf. Chantraine 188).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Generally connected with ζύμη but ablaut ō(u): ū (Schwyzer 346) is improbable, on the suffix μο- Schwyzer 492, Chantraine 132ff. Diff. (to ζέω) Bréal MSL 12, 314f.; against this Sommer Lautstud. 153. - See on ζύμη.
Middle Liddell
ζωμός, ὁ,
Lat. jus, sauce to eat with meat, fish, etc., Ar.; ὁ μέλας ζ. the black broth of Spartans, Plut.
Frisk Etymology German
ζωμός: {zōmós}
Grammar: m.
Meaning: Brühe, Sauce, Suppe (Asios, Ar., Arist. usw.).
Composita: Vereinzelt in Kompp., z. B. εὔζωμον n. Rauke, Eruca sativa (Thphr., Pap.; eig. gute Brühe machend; vgl. Strömberg Pflanzennamen 107).
Derivative: Ableitungen: Deminutiva ζωμίον (Pap. IIa), -ίδιον (Ar.), -άριον (Med.); ζωμίλη· ἄνηθον (Dill) H., Phot. (zur Bildung Chantraine Formation 249). Denominatives Verb ζωμεύω ‘Brühe auf etwas kochen’ (Ar., Hp. u. a.) mit ζωμεύματα pl. Brühen (Ar. Eq. 279; vgl. Chantraine 188).
Etymology: Allgemein zu ζύμη und Verw. gezogen mit Ablautswechsel ō(u): ū (Schwyzer 346), aber im Einzelnen mehrdeutig; zu dem weit überwiegend primären μο-Suffix s. Schwyzer 492, Chantraine 132ff. Anders (zu ζέω) Bréal MSL 12, 314f.; dagegen Sommer Lautstud. 153. — Vgl. zu ζύμη.
Page 1,617
Mantoulidis Etymological
Ἴσως ἀπό το ζέω (=βράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.