ἐλάφειος
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A of a stag or hart, κέρας hartshorn, Arist.HA534b23; ἐ. κρέα venison, X.An.1.5.2, PSI6.594.15 (iii A.D.).
b ἐ. δίκτυα for catching stags, Aen.Tact.11.6, 38.7.
2 deer-like, cowardly, EM326.10.
3 ἐλάφειον, τό, = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. -φεος PSI 594.15 (III a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de ciervo o venado κέρας Arist.HA 534b23, κρέα X.An.1.5.2, cf. PSI l.c., δέρμα DP 8.23 (IV d.C.).
2 que sirve para la caza del ciervo δίκτυα Aen.Tact.11.6, 38.7.
3 fig. que es como un ciervo e.d. asustadizo ἀνήρ EM 326.10G.
II neutr. subst. τὸ ἐ.
1 taba de ciervo Eup.47.
2 bot. planta parecida a la albahaca montesina o turca, quizá Silene gallica L., Ps.Dsc.4.28.
• Diccionario Micénico: e-ra-pe-ja.
German (Pape)
[Seite 792] vom Hirsch; κέρας Arist. H. A. 4, 8; κρέα, Hirschwildpret, Xen. An. 1, 5, 2 u. Sp. – Bei E. M. 326, 10 ἀνήρ, furchtsam wie ein Hirsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de cerf ou de biche.
Étymologie: ἔλαφος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλάφειος: олений (κρέα Xen.; κέρας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάφειος: -ον, ἀνήκων εἰς ἔλαφον, τῆς ἐλάφου, «λαφίσιον», Λατ. cervinus, κέρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27· τὰ δὲ κρέα... ἦν παραπλήσια τοῖς ἐλαφείοις Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2. 2) ὅμοιος ἐλάφῳ, δειλός, Ἐτυμολ. Μ. 326. 10.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ἐλάφειος, -ον)
ο ελαφήσιος
αρχ.
1. (για κυνηγετικό δίχτυ) κατάλληλος για την παγίδευση ελαφιού
2. ο δειλός.
Greek Monotonic
ἐλάφειος: -ον (ἔλαφος), αυτός που ανήκει σε ελάφι, ελαφίσιος, ἐλ. κρέα, κυνήγι, κρέας ελαφιού, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐλάφειος, ον ἔλαφος
of a stag, ἐλ. κρέα venison, Xen.
Léxico de magia
-ον graf. -φιος de ciervo ref. a una piel λαβὼν ἀπομύξης ἀπὸ βοὸς μετὰ κριθῶν βάλε εἰς δέρμα ἐλάφιον toma moco de una vaca y échalo con cebada en una piel de ciervo P XXXVI 329