ὑπόρριζος

From LSJ
Revision as of 22:25, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόρριζος Medium diacritics: ὑπόρριζος Low diacritics: υπόρριζος Capitals: ΥΠΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: hypórrizos Transliteration B: hyporrizos Transliteration C: yporrizos Beta Code: u(po/rrizos

English (LSJ)

ὑπόρριζον, (πίζα)
A under or below the root (sc. navel), Arist.HA 493a18.
II with piece of root attached, Thphr. HP 2.1.3, CP1.2.2.
III Subst. ὑπόρριζον, τό, secondary root, Dsc.1.11.

German (Pape)

unter der Wurzel, Arist. H.A. 1.13; – mit einer Wurzel versehen, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόρριζος: находящийся под корнем Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ὑπὸ τὴν ῥίζαν, ὑποκάτω τῆς ῥίζης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. ΙΙ. ἐρριζωμένος, κάτωθεν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3, περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 2, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόρριζος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες
2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο
μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο της ρίζας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δευτερεύουσα ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σύρριζος].