διαφωνία

From LSJ
Revision as of 13:35, 29 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφωνία Medium diacritics: διαφωνία Low diacritics: διαφωνία Capitals: ΔΙΑΦΩΝΙΑ
Transliteration A: diaphōnía Transliteration B: diaphōnia Transliteration C: diafonia Beta Code: diafwni/a

English (LSJ)

ἡ, discord, disagreement, Pl.Lg.689a, 691a, Str.2.1.7, Plu.2.861a, etc.; δ. πρὸς ἑαυτόν inconsistency, Phld. Po.994.4; especially in Music, discord, Bacch.Harm.59, prob. in Cleonid. Harm.5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desacuerdo, divergencia c. gen. subjet. y πρός c. ac. λύπης τε καὶ ἡδονῆς πρὸς τὴν κατὰ λόγον δόξαν Pl.Lg.689a, sólo c. gen. τῶν συγγραφέων D.S.2.34, sin gen. πρὸς ἀλλήλους I.Ap.1.23, Eus.PE 1.7.16, c. περί y gen. περὶ τοῦ ἀριθμοῦ Plb.34.1.18, cf. D.S.1.25, περὶ τῆς εὑρέσεως αὐτῶν Ach.Tat.Intr.Arat.1, cf. 17, πρὸς Μεγασθένη περὶ τοῦ μήκους Str.2.1.7, sin rég., Pl.Lg.691a, D.H.1.89, Str.2.1.7, 8, δ. καὶ ἔρις Max.Tyr.30.1
περὶ τῆς ἀνατομικῆς διαφωνίας tít. de una obra de Galeno, Gal.2.182
como concepto de la fil. estoica discrepancia, existencia de diferentes explicaciones que conlleva necesariamente el escepticismo, Plu.2.1123e, D.L.7.129, 9.88
contradicción, incoherencia c. gen. y πρός c. ac. δ. τοῦ νῦν πρὸς τὸ σύγγραμμα entre su vida actual y el escrito Luc.Apol.1, sin gen. πρὸς ἑαυτόν Phld.Po.A 4.11, abs., Plu.2.861a, S.E.P.1.26.
2 diferencia c. gen. obj. τοῦ μήκους Str.2.1.25, abs. τὸ ... πρᾶγμα παμπόλλην ἔχει τὴν διαφωνίαν Luc.Apol.11
esp. diferencia de lengua op. ὁμοφωνία D.H.1.29.
3 mús. disonancia Aristox.Harm.25.7, Plu.2.1131f, Cleonid.Harm.5, Bacch.59, Isid.Etym.3.20.3
fig. τῆς πειθαρχίας Pythag.Ep.7.5.

German (Pape)

[Seite 613] ἡ, Mißton, Verschiedenheit, Plat. Legg. III, 689 a u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

διαφωνία:разногласие, расхождение Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διαφωνία: ἡ, ἔλλειψις συμφωνίας, παραφωνία, Πλάτ. Νόμ. 689Α, 691Α· διαφώνημα, Τζέτζ.

Greek Monolingual

η (Α διαφωνία, Μ και διαφώνησις)
1. έλλειψη συμφωνίας, παραφωνία
2. διάσταση γνωμών, διχογνωμία
αρχ.
1. (για λόγο) παράλογη σύνθεση, αντίφαση
2. (για πρόσωπα) ανακολουθία (π.χ. λόγων-πράξεων).

English (Woodhouse)

clashing, disagreement

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)