Μορμώ

From LSJ
Revision as of 11:22, 3 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μορμώ Medium diacritics: Μορμώ Low diacritics: Μορμώ Capitals: ΜΟΡΜΩ
Transliteration A: Mormṓ Transliteration B: Mormō Transliteration C: Mormo Beta Code: *mormw/

English (LSJ)

όος, contr. Μορμοῦς, also Μορμών, όνος, ἡ,
A she-monster, bogey, dub. in Erinn. in PSI9.1090.51 + ΙΙ (p. xii); used by nurses to frighten children, Luc.Philops.2: generally, bugbear, ἀπένεγκέ μου τὴν μορμόνα Ar.Ach.582; οὐδὲν δεόμεθ'… τῆς σῆς μορμόνος Id.Pax474 (both times of Lamachus' helmet and crest); φοβεῖσθαι τοὺς πελταστάς, ὥσπερ μορμόνας (-ῶνας codd.) παιδάρια X.HG4.4.17.
II as an exclamation to frighten children with, boh!, μορμώ, δάκνει ἵππος Theoc.15.40; μορμὼ τοῦ θράσους a fig for his courage!, Ar.Eq.693. (Perh. cogn. with Lat. formido, where f is due to dissimilation, cf. μορφή, μύρμηξ.)

Greek (Liddell-Scott)

Μορμώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, καὶ Μορμών, όνος, ἡ, φοβερόν τι θῆλυ τέρας, δι’ οὗ αἱ τροφοὶ συνείθιζον νὰ ἐκφοβῶσι τὰ παιδία, ὡς ἡ mānia τῶν Ρωμαίων, Λουκ. Φιλοψ. 2, ἴδε Ruhnk. Τίμ.· καθόλου, φόβητρον, μορμολύκειον, ἀπένεγκ’ ἐμοῦ τὴν μορμόνα Ἀριστοφ. Ἀχ. 582· οὐδὲν δεόμεθ’... τῆς σῆς μορμόνος Εἰρ. 474 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις περὶ τῆς περικεφαλαίας καὶ τοῦ λόφου τοῦ Λαμάχου· φοβεῖσθαι τοὺς πελταστάς, ὥσπερ μορμόνας (κοινῶς: -ῶνας) παιδάρια Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 47. ΙΙ. ὡς ἐπιφώνημα πρὸς ἐκφόβησιν τῶν παιδίων: «μποῦ, μποῦ», μορμώ, δάκνει ἵππος Θεόκρ. 15. 40· μορμὼ τοῦ θράσους, «μωρὲ θρασύτητα ’ποῦ τὴν ἔχει!» Ἀριστοφ. Ἱππ. 693. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: μόρμοι· φόβοι κενοί, καὶ μορμή, καταπληκτική: ἐντεῦθεν μορμύνω, μορμύσσομαι, μόρμορος, μορμωτός, μορμορύζω, μορμολύττομαι, μορμολύκη, -λυκεῖον).

Greek Monotonic

Μορμώ: και Μορμών, -όνος, ἡ,
I. τρομακτικό θηλ. τέρας, που το αποκαλούνταν οι τροφοί για να τρομάξουν τα παιδιά, σε Λουκ.· γενικά, φόβητρο, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. ως επιφών. για να τρομάξει τα παιδιά, μπου! μορμώ, δάκνει ἵππος, σε Θεόκρ.· μορμὼ τοῦ θράσους, βρε θράσος που τό 'χει!, σε Αριστοφ.

English (Woodhouse)

goblin, hobgoblin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

bogeyman

Arabic Moroccan Arabic: بوعو‎, بو خنشة‎; Basque: hamalau-zaku; Catalan: home del sac, papu; Chinese Mandarin: 怪物, 魔鬼; Czech: bubák; Danish: bussemand, bøhmand; Dutch: boeman, bietebauw; Esperanto: infantimigulo; Estonian: koll; Finnish: mörkö; French: croque-mitaine; Galician: sacaúntos, coco, sacamanteigas, papón; German: Butzemann; Greek: μπαμπούλας; Ancient Greek: Ἀλφιτώ, Γοργόνειον, Λάμια, μορμολύκα, μορμολυκεῖον, μορμολύκειον, μορμολύκη, μορμολυκία, μορμόρυξις, μορμώ, Μορμώ; Hungarian: krampusz, mumus; Italian: uomo nero, babau; Japanese: ブギーマン, 小鬼; Korean: 꼬마 도깨비, 부기맨; Ladino: bambaruto; Latgalian: buba; Latin: larva; Latvian: bubulis; Lithuanian: baubas, bubulis; Norman: croque-mitaine, barbou; Norwegian: busemann; Persian: لولو‎ sg; Polish: czarny lud; Portuguese: bicho-papão, homem do saco, papa-figos; Romanian: baubau, omul negru, gogoriță; Russian: бука, бабай, страшилище, домовой, бугимен; Serbo-Croatian: babaroga, бабарога; Spanish: coco, cuco, cucuy, sacamantecas, hombre del saco; Tajik: буҷӣ; Turkish: gulyabani, hortlak, öcü, karakoncolos, umacı; Vietnamese: ngoáo ộp