ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
κρηνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)φρ. «κρηνῖτις βοτάνη» — βότανο που φύεται κοντά σε κρήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. συκίτις, φυκίτις)].