ὑποκόλπιος

From LSJ
Revision as of 14:55, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκόλπιος Medium diacritics: ὑποκόλπιος Low diacritics: υποκόλπιος Capitals: ΥΠΟΚΟΛΠΙΟΣ
Transliteration A: hypokólpios Transliteration B: hypokolpios Transliteration C: ypokolpios Beta Code: u(poko/lpios

English (LSJ)

ὑποκόλπιον,
A lying on the bosom, in the lap, ἄλλος τοι γλυκίων ὑποκόλπιος; Theoc. 14.37; ἐραστὴν.. ἔχονθ' ὑποκόλπιον ἄλλην AP5.129 (Maec.), cf. 274 (Paul. Sil.); Κυδίλλης ὑποκόλπιος ib.24.
2 worn or concealed in the fold of the robe, ξίφη Hdn.7.11.3; βιβλίδιον AP12.208 (Strat.).
II in the mother's womb, Ἀπόλλων ὑποκόλπιος αἰνὰ χολώθη Call.Del.86.

German (Pape)

[Seite 1221] 1) im Schooße, am Busen liegend, Hdn. 7, 11, 6; dah. übertr., herzlich geliebt, τινός, Philodem. 16 (V, 25); ἔχειν τινά, Qu. Maec. 3 (V, 130); Artemid. 1 (XII, 34) u. öfter. – 2) im Mutterschooße verborgen, Callim. Del. 86.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 que l'on porte sous le sein;
2 caché dans le sein de sa mère ; caché, secret;
3 que l'on porte sur son cœur, chéri, cher.
Étymologie: ὑπό, κόλπος.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκόλπιος:
1 хранимый на груди, заветный (βιβλίδιον Anth.);
2 лелеемый на груди, нежно любимый: ὑποκόλπιον ἔχειν τινα Anth. ласкать кого-л. на своей груди.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκόλπιος: -ον, ὁ κείμενος ἐν τῷ κόλπῳ, μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ’ ὑποκόλπιον ἄλλην; Ἀνθ. Παλατ. 5. 130, πρβλ. 275˙ Κυδίλλης ὑποκόλπιος αὐτόθι 25. 2) ὁ ὑπὸ τὸν κόλπον ἢ τὴν ζώνην κεκρυμμένος, ξίφη Ἡρωδιαν. 7. 11˙ βιβλίδιον Ἀνθ. Παλατ. 12. 208. ΙΙ. ὁ ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός, ὑποκόλπιος αἰνὰ χολώδη Καλλ. εἰς Δῆλ. 86.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ' ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ. Παλ.
β. «παίουσι πληγαῖς κατακαρδίαις ξίφεσιν, οἷς ἐπεφέροντο ὑποκολπίοις», Ηρωδιαν.)
2. αυτός που βρίσκεται στην κοιλιά, δηλαδή στη μήτρα, της μητέρας του
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκόλπιον τοῦ χώρου
τῆς στάσεως χῶραι αἱ ἄτιμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κόλπος (Ι) + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐγ-κόλπ-ιος)].

Greek Monotonic

ὑποκόλπιος: -ον, κρυμμένος κάτω από πτυχώσεις ενδύματος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπο-κόλπιος, ον,
under the folds of the robe, Anth.