προαποδίδωμι
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
A pay in advance, PTeb.296.13 (ii A.D.).
2 give an account of first, S.E.M.7.46:—Pass., A.D. Adv.195.17.
II π. τὴν βάσιν finish the rhythmical conclusion of a sentence before the speaker reaches it, Longin.41.2.
III of the bowels, act first, Aët.7.39.
German (Pape)
[Seite 708] vorher wieder- od. zurückgeben; τὴν βάσιν, den vorgeschriebenen Schritt vorher thun, Longin. 41, 2.
Russian (Dvoretsky)
προᾰποδίδωμι: излагать ранее: ταῦτα περὶ τῆς ἀληθείας κατά τινας προαποδιδόντες Sext. изложив выше эти мнения некоторых (философов) об истине.
Greek (Liddell-Scott)
προαποδίδωμι: ἐκτίθημι προηγουμένως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7, 46. 2) προαποδίδωμι τὴν βάσιν, τελειώνω τὴν ἀπόδοσιν προτάσεώς τινος πρὸ τοῦ δέοντος, δηλ. ἄνευ τοῦ ἀπαιτουμένου ῥυθμοῦ, Λογγῖν. 41. 2.
Greek Monolingual
Α
1. πληρώνω προκαταβολικά
2. εκθέτω, εξηγώ προηγουμένως
3. ενεργώ ως προαποδότης
4. (για τα έντερα) είμαι ενεργητικός εκ τών προτέρων
5. φρ. «προαποδίδωμι τὴν βάσιν» — τελειώνω την απόδοση μιας πρότασης πριν από τον κατάλληλο χρόνο, δηλ. χωρίς τον απαιτούμενο ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποδίδωμι «δίνω πίσω, εκτελώ, ερμηνεύω λέξη ή φράση, εξηγώ»].