ἀκάκης
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
Dor. ἀκάκας [ᾰκᾰκ], ὁ, beneficial, poet. form of ἄκακος, A.Pers.855 (lyr.); epithet of Hades, IG7.117.3 (Megara).
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. ἀκάκᾱς
• Prosodia: [-κᾰ-]
benéfico ἀ. ἄμαχος βασιλεύς A.Pers.855, de Hades IG 7.117.3 (Mégara, imper.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάκης: Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ-], ὁ, ποιητικὸς τύπος τοῦ ἄκακος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 855. (λυρ.)· ἐπίθ. τοῦ ᾍδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1067· πρβλ. ἀκάκητα.
Greek Monolingual
ἀκάκης και Δωρικά ἀκάκας, ο (Α)
άκακος, αθώος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο του ἄκακος τύπο επιθέτου σε ᾱ / η (ἀκάκᾱς / ἀκάκης), που δεν προήλθε από μεταπλασμό του ἄκακος για μετρικούς λόγους, αλλά αποτελούσε μάλλον όρο της τελετουργικής γλώσσας. Πρβλ. και τους συναφείς τύπους ἀκάκητα, Ἀκακήσιος].
Greek Monotonic
ἀκάκης: Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ] ὁ, ποιητ. αντί ἄκακος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
poet. for ἄκακος, Aesch.