ἄδορος
From LSJ
English (LSJ)
ἄδορον, (δέρω)
A = ἀνέκδαρτος, Suid.
II as substantive, ἄδορος, ὁ, = κώρυκος, skin, Antim.64.
Spanish (DGE)
-ον
1 no pelado, no desollado Hsch., Sud.
2 subst. ὁ ἄ. saco de piel Antim.145, cf. Hsch.s.u. ἄδοροι, Sud.
German (Pape)
[Seite 37] dasselbe, VLL.; auch ὁ, Schlauch von Leder, Antimaeh. bei E. M.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδορος: -ον, (δέρω) ἀνέκδαρτος, Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἄδορος, ὁ· = κώρυκος, ἀσκός, Ἀντίμαχ. πρβλ. Schellenb. εἰς Ἀποσπ. 56.