ἐγκαταμίγνυμαι
Middle Liddell
Pass. to be mixed in or be mixed with, c. dat., Isocr.
Spanish
Greek Monotonic
ἐγκαταμίγνυμαι: Παθ., συμπλέκομαι, καυγαδίζω, έρχομαι στα χέρια, με δοτ., σε Ισοκρ.
Pass. to be mixed in or be mixed with, c. dat., Isocr.
ἐγκαταμίγνυμαι: Παθ., συμπλέκομαι, καυγαδίζω, έρχομαι στα χέρια, με δοτ., σε Ισοκρ.