ἀμφίθετος

From LSJ
Revision as of 11:40, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίθετος Medium diacritics: ἀμφίθετος Low diacritics: αμφίθετος Capitals: ΑΜΦΙΘΕΤΟΣ
Transliteration A: amphíthetos Transliteration B: amphithetos Transliteration C: amfithetos Beta Code: a)mfi/qetos

English (LSJ)

ἀμφίθετον, in Il.23.270,616 ἀ. φιάλη, acc. to Aristarch., a cup that will stand on both ends; acc. to others, with handles on both sides, that may be taken up by both sides, cf. Ath.11.501asq., Eust.1299.55, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 φιάλη que se puede usar por la base o por la boca (según Aristarco) o que se puede agarrar por dos asas (según Ath.501a, Eust.1299.55, Hsch.) Il.23.270, 616, Nonn.D.37.701, κελέβειον Antim.24
sin asas, que permite beber por cualquier punto Hdn.Gr.2.906.
2 extendido por todas partes κακίη Gr.Naz.M.37.1396A.
3 fig. de doble disposición, que actúa con doblez de los malvados, Gr.Naz.M.37.1234A, εὐεπίη Gr.Naz.M.37.912A, de Adán γυμνὸν ἄτερ κακίης τε καὶ εἴδεος ἀμφιθέτοιο Gr.Naz.M.37.454A, σκηνὴν ἀμφιθέτοις εἴδεσι λαμπομένην Gr.Naz.M.37.906A.

German (Pape)

[Seite 139] φιάλη, Hom. nur Il. 23, 270. 616, eine Schaale, die auf beide Seiten gesetzt werden kann, vgl. ἀμφικύπελλον; Schol. Ariston. 616 ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἀμφίθετον, ὅτι ἡ πανταχόθεν ὑπέρεισιν ἔχουσα, vgl. denselb. 270, Scholl. 243, Apoll. lex. Hom. 25, 9. 163, 11, Eustath. ad Iliad., Athen. XI, 475 e 501, der auch ἀμφίθετον κελέβειον aus Antimach. (frg. 13) anführt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on peut poser de deux côtés ou prendre par deux anses (vase).
Étymologie: ἀμφί, τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίθετος: двухсторонний, двойной или с двумя ушками (φιάλη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθετος: -ον, ἐν Ἰλ. Ψ. 270, 616· ἀμφ. φιάλη, κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., φιάλη δυναμένη νὰ σταθῇ ἐφ’ ἑκατέρου μέρους· κατὰ δὲ τὸν Εὐστ., φιάλη ἔχουσα ἀμφοτέρωθεν λαβὰς καὶ δυναμένη νὰ ληφθῇ (πιασθῇ) ἑκατέρωθεν, ὡς ὁ ἀμφιφορεύς· πρβλ. Ἀθην. 501Α κἑξ., Ἡσύχ., καὶ ἴδε τὴν λέξιν ἀμφικύπελλος. ΙΙ. Ἐκκλ., τεχνητός, πεπλασμένος, ψευδής.

English (Autenrieth)

(τίθημι): to be placed both ways, reversible, φιάλη, probably with double base and bowl, Il. 23.270, 616. Cf. ἀμφικύπελλον.

Greek Monolingual

ἀμφίθετος, -ον (Α)
(για φιάλη)
1. αυτή που λόγω σχήματος μπορεί να στέκεται και στην επάνω και την κάτω βάση της
2. αυτή που έχει λαβές και στις δύο πλευρές της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θετός < τίθημι.

Greek Monotonic

ἀμφίθετος: -ον, λέγεται για κούπα, είτε εκείνο που στέκεται σε δύο πλευρές, είτε που έχει χερούλια στις δύο πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

of a cup, either that will stand on both ends, or, with handles on both sides, Il.