ἀσφαλίζομαι
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monotonic
ἀσφᾰλίζομαι: Αττ. Μέσ. μέλ. -ιοῦμαι· κάνω κάτι ασφαλές, εξασφαλίζω, διασφαλίζω, σιγουρεύω, σε Καινή Διαθήκη