αἴητος
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
prob. = ἄητος (q.v.), πέλωρ, of Hephaestus, Il.18.410.
Spanish (DGE)
-ον
sent. dud. quizá terrible, asustante πέλωρ de Hefesto Il.18.410, cf. αἴητον· πνευστικόν, ἢ πυρῶδες, ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au souffle bruyant.
Étymologie: ἄημι.
Russian (Dvoretsky)
αἴητος: Hom. = ἄητος.
Greek (Liddell-Scott)
αἴητος: ἐν Ἰλ. Σ. 410· ὁ Ἥφαιστος ἀποκαλεῖται πέλωρ αἴητον, πιθαν = ἄητον, πελώριον, πανίσχυρον τέρας, Βουττμ. Λεξίλ ἐν λέξ. 4.
English (Autenrieth)
epithet of Hephaestus, πέλωρ αἴητον, ‘terrible;’ ‘puffing’ (if from ἄημι), Il. 18.410†. By some thought to be the same word as ἄητος.
Greek Monotonic
αἴητος: στην Ομήρ. Ιλ. ο Ήφαιστος ονομαζόταν πέλωρ αἴητον = ἄητον, τρομερό, μεγάλο, πελώριο, ισχυρό τέρας.
Frisk Etymological English
See also: ἄητος
Middle Liddell
in Il. Vulcan is πέλωρ αἴητον, = ἄητον, terrible, mighty monster.
Frisk Etymology German
αἴητος: nur als Attribut von πέλωρ Σ 410;
{aíētos}
Meaning: Bedeutung unbekannt.
Etymology: Vielleicht metrisch bedingte Variante von ἄητος, s. d.
Page 1,36