γειτονεύω

From LSJ
Revision as of 09:19, 4 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "met dat" to "met dat")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτονεύω Medium diacritics: γειτονεύω Low diacritics: γειτονεύω Capitals: ΓΕΙΤΟΝΕΥΩ
Transliteration A: geitoneúō Transliteration B: geitoneuō Transliteration C: geitoneyo Beta Code: geitoneu/w

English (LSJ)

= γειτονέω (be a neighbour), c. dat., X. Vect. 1.8, Str. 3.3.8, al. ; abs., Id. 4.6.8, al., Phld. Ir. p. 48 W., etc. ; — Med., τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται ταύτῃ τῇ ἴξει Hp. Fract. 18.

Spanish (DGE)

ser vecino o limítrofe c. dat. Ἀθήναις δὲ γειτονεύουσιν (πόλεσι) X.Vect.1.8, τοὺς γειτονεύοντας αὐτοῖς (Καντάβροις) Str.3.3.8, cf. 5.3.4, 16.4.22, γείτον<ε>ς κοινοί εἰσιν οἷς γειτονε[ύει] ... Act.Amphip.9.5 (IV a.C.)
abs. οὐδ' εἰς ταὐτὸ τολμᾷ π[λ] οῖον [ἐ] μβαίνειν οὐδὲ γειτονεύειν no se atreve a montar (con el iracundo) en la misma nave ni a ser su vecino Phld.Ir.21.37, τὰ γειτονεύοντα μέρη las regiones limítrofes Str.4.6.8, οἱ γειτονεύοντες los vecinos App.Mith.119
en v. med. ser contiguo, estar próximo anat. c. dat. τοῖσι γὰρ ἐπικαιροτάτοισι τόνοισι γειτονεύονται Hp.Art.11, τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται μᾶλλον ταύτῃ τῇ ἴξει Hp.Fract.18.

German (Pape)

[Seite 478] = γειτνιάω, Xen. vect. 1, 8; Strab. u. Sp.; auch med., Hippocr.

French (Bailly abrégé)

être voisin de, τινι.
Étymologie: γείτων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτονεύω γείτων in de buurt zijn van, met dat.

Russian (Dvoretsky)

γειτονεύω: Xen. = γειτνιάω.

Greek (Liddell-Scott)

γειτονεύω: τῷ προηγ., Ξεν. Πόρ. 1, 8, Στράβ., κτλ.· ἐν μέσ. τύπῳ, γειτονεύεσθαί τινι Ἱππ. Ἀγμ. 764.

Greek Monolingual

(AM γειτονεύω) γείτων
1. είμαι γείτονας κάποιου
2. συνορεύω
νεοελλ.
(για γυναίκα) περνάω την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες.