Ἐρξίης

From LSJ
Revision as of 16:28, 7 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(ptext.*?)That(.*?\n}})" to "$1Tat$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἐρξίης Medium diacritics: Ἐρξίης Low diacritics: Ερξίης Capitals: ΕΡΞΙΗΣ
Transliteration A: Erxíēs Transliteration B: Erxiēs Transliteration C: Erksiis Beta Code: *)erci/hs

English (LSJ)

or Ἐρξείης, ὁ, Greek equivalent of Darius, either doer (cf. ἐρξίας, ὁ πρακτικός EM376.52) or restrainer (εἵργω), Hdt.6.98.

French (Bailly abrégé)

ou Ἐρξείης:;
ου (ὁ) :
actif, puissant (traduct. grecque du n. persan de Darius).
Étymologie: ἔργω ; sel. d'autres, εἵργω.

German (Pape)

[Seite 1033] od. ἑρξίης, ὁ, Her. 6, 98 δύναται κατὰ Ἑλλάδα γλῶσσαν Δαρεῖος ἑρξίης, entweder von ἔρδω ἄργω, der Tatkräftige (nach E. M. für ῥεξίας, ὁ πρακτικός), od. von εἴργω, der Zurückhaltende.

Russian (Dvoretsky)

Ἐρξείης: и Ἐρξίηςἔργω могущественный, могучий, по друг. εἵργω укротитель, покоритель (греч. значение персидского имени Δαρεῖος = Darayavahush Her.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἐρξείης: ἢ Ἐρξίης, ὁ, ἐν Ἠροδ. 6. 98, ὡς μετάφρασις τοῦ Περσικοῦ ὀνόματος Δαρεῖος (ὅ ἴδε)· κατά τινας ἐκ τοῦ *ἔργω, ἔρδω, ὁ ἐργαζόμενος, ὁ πλάττων τι: ἄλλοι ἐκ τοῦ ἔργω, εἴργω, Λατιν. coercitor. Ἐρξίη ἀπαντᾶ ἔν τινι στίχῳ παρ’ Ἡφαιστ. 34. 5. Πρβλ. Μέγα Ἐτυμ. 376. 52.

Greek Monotonic

Ἐρξείης: ή Ἐρξίης, ὁ, στον Ηρόδ., ως μετάφραση, απόδοση του περσικού ονόματος Δαρείος (είτε από το *ἔργω, ἔρδω, εργάτης, δράστης· ή από το ἔργω, εἵργω, Λατ. coercitor).

Middle Liddell

[from ἔργω, ἔρδω or ἔργω, εἴργω
in Hdt., as a translation of the Persian name Darius: either from ἔργω, ἔρδω the worker, doer; or from ἔργω, εἴργω, Lat. coercitor