διακαραδοκέω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
expect anxiously, νύκτα Diph.35; πόλεμον Plu.Ant. 56.
Spanish (DGE)
(διακᾰρᾱδοκέω)
esperar pacientemente τὴν νύκτ' ἐκείνην Diph.34, τὸν πόλεμον Plu.Ant.56.
German (Pape)
[Seite 581] ganz abwarten; τὴν νύκτα διεκαραδοκήσαμεν Diphil. E. M. 490, 42; Plut. Anton. 56.
French (Bailly abrégé)
διακαραδοκῶ :
attendre patiemment ou anxieusement jusqu'au bout.
Étymologie: διά, καραδοκέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-καραδοκέω (tot het einde toe) in spanning afwachten.
Russian (Dvoretsky)
διακᾰρᾱδοκέω: пережидать (τὸν πόλεμον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διακᾰραδοκέω: ἀνησύχως περιμένω, Δίφιλ. Ἐμπ. 4, Πλούτ. Ἀντ. 56.
Greek Monotonic
διακᾰρᾱδοκέω: μέλ. -ήσω, περιμένω με αγωνία, καιροφυλακτώ, σε Πλούτ.