ἐπισυκοφαντέω
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
harass yet more with frivolous accusations, Hyp. Fr.243, Plu.Ant.21.
German (Pape)
[Seite 986] noch dazu chikaniren, verleumden, Plut. Anton. 21; Poll. 8, 31 aus Hyperid.
French (Bailly abrégé)
ἐπισυκοφαντῶ :
calomnier encore, acc..
Étymologie: ἐπί, συκοφαντέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισῡκοφαντέω: (сверх того или также) клеветать (τινα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισῡκοφαντέω: ἔτι μᾶλλον συκοφαντῶ, ἐνοχλῶ δι’ ἀνοήτων κατηγοριῶν, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 31, Πλουτ. Ἀντών. 21.
Greek Monotonic
ἐπισῡκοφαντέω: μέλ. -ήσω, ενοχλώ ακόμη περισσότερο με ανόητες κατηγορίες.