ἀρηΐθοος
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ον, swift in war, αἰζηοί Il. 8.298, 15.315, ARh. 1.1042; ἄνδρες Simon. 104.
Spanish (DGE)
-ου
• Prosodia: [ᾰ-]
rápido en el combate, aguerrido αἰζηοί Il.8.298, ἄνδρες Simon.89.2D., Orac.Sib.13.156, Γέφυρος A.R.1.1042, Ἀργεῖοι Q.S.1.750, Μενέλαος Q.S.10.122.
German (Pape)
[Seite 349] kampfesschnell, Hom. ἀρηιθόων αἰζηῶν Versende Iliad. 4, 280 (v.l. διοτρεφέων αἰζ.). 8, 298. 15, 315. 20, 167; – Sp. D., wie Qu. Sm. 1, 748.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agile au combat.
Étymologie: Ἄρης, θοός.
Greek Monolingual
ἀρηΐθοος, -ον (Α)
γρήγορος, ταχύς στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήϊος + -θοος < θόος < θέω].
Russian (Dvoretsky)
ἀρηΐθοος: (ᾱῐ) стремительный в бою om.