Κυπρόθεν
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
French (Bailly abrégé)
adv.
de Chypre.
Étymologie: Κύπρος.
Russian (Dvoretsky)
Κῡπρόθεν: adv. из (с) Кипра Anth.
Greek (Liddell-Scott)
Κυπρόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ Κύπρου, Ἀνθ. Π. 9. 487· Κυπρόθε, Καλλ. Ἀποσπ. 217.
Greek Monolingual
Κυπρόθεν(ν) (Α) επίρρ. από την Κύπρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύπρος + -θεν, επιρρμ. κατάλ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση].
Greek Monotonic
Κυπρόθεν: επίρρ., από την Κύπρο, σε Ανθ.