Κυπρόθεν

From LSJ
Revision as of 22:08, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
de Chypre.
Étymologie: Κύπρος.

Russian (Dvoretsky)

Κῡπρόθεν: adv. из (с) Кипра Anth.

Greek (Liddell-Scott)

Κυπρόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ Κύπρου, Ἀνθ. Π. 9. 487· Κυπρόθε, Καλλ. Ἀποσπ. 217.

Greek Monolingual

Κυπρόθεν(ν) (Α) επίρρ. από την Κύπρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύπρος + -θεν, επιρρμ. κατάλ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση].

Greek Monotonic

Κυπρόθεν: επίρρ., από την Κύπρο, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from Κύπρος
from Cyprus, Anth.