ὑποκνίζω

From LSJ
Revision as of 08:07, 2 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Aerger" to "Ärger")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκνίζω Medium diacritics: ὑποκνίζω Low diacritics: υποκνίζω Capitals: ΥΠΟΚΝΙΖΩ
Transliteration A: hypoknízō Transliteration B: hypoknizō Transliteration C: ypoknizo Beta Code: u(pokni/zw

English (LSJ)

tickle a little or excite a little, ἀκκισμὸς ὑ. τὰς ὁρμάς Ph.2.127, cf. Aristaenet.2.1,10; τοὺς ἀκούοντας Chor.p.125 B., cf. Id.30.2 p.342 F.-R.:—Pass., to be somewhat excited, X.Mem.3.11.3; ὑποκεκνισμένος 'smitten', Plu.Sull.35.

German (Pape)

[Seite 1220] ein wenig ritzen, kratzen; übertr., ein wenig, heimlich Neid, Ärger, Eifersucht u. vgl. verursachen, übh. in leidenschaftliche Bewegung setzen, ἔρως ὑπέκνισε φρένας Pind. P. 10, 60; – u. pass. einen heimlichen Reiz empfinden; Xen. Mem. 3, 11, 3; Luc. Calumn. 27.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ὑποκεκνισμένος;
aiguillonner ou exciter peu à peu les désirs.
Étymologie: ὑπό, κνίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκνίζω: возбуждать, волновать (φρένας Pind.): δῆλος ἦν ὑποκεκνισμένος Plut. он был явно взволнован (польщен); φιλοτιμίας ὑποκεκνισμένος (v.l. ὕπο κεκνισμένος) Luc. обуреваемый честолюбием.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκνίζω: ἐξ ἐπιπολῆς ξύω, γαργαλίζωἐξάπτω, ἐρεθίζω ὀλίγον, ἔρως ὑπ. φρένας Πινδ. Π. 10. 94 (60). - Παθ., εἶμαι ὀλίγον τι ἠρεθισμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 πρβλ. ὑποκεκνισμένος, Πλουτ. Σύλλ. 35. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποκνισθέντες, λυπηθέντες, παροξυνθέντες».

Greek Monolingual

ΜΑ
μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.)
αρχ.
1. ξύνω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῖς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῦμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κνίζω «ξύνω, ερεθίζω, ενοχλώ»].

Greek Monotonic

ὑποκνίζω: μέλ. —σω, γαργαλάω ή διεγείρω, ερεθίζω λιγάκι, σε Πίνδ. — Παθ., είμαι κάπως συνεπαρμένος, ερεθισμένος, διεγερμένος, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σω
to tickle or excite a little, Pind.:— Pass. to be somewhat excited, Xen.