ἐξ ἅπαντος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Spanish (DGE)
ἐξάπαντος
• Grafía: divissim ἐξ ἅπαντος
adv.
1 con seguridad, de todas todas οὐκ ἐξάπαντος εἰς ἀγαθὸν τελευτῶσα (μεταβολή) Gal.9.482, cf. CNic.(325) Can.12, 15, 19.
2 totalmente θεϊκὸν ὄνομα ... ἐξάπαντος καὶ τὸ τοῦ ἁγίου πνεύματος Didym.Trin.2.6.4.10.