σύμφυτος

From LSJ
Revision as of 19:10, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφῠτος Medium diacritics: σύμφυτος Low diacritics: σύμφυτος Capitals: ΣΥΜΦΥΤΟΣ
Transliteration A: sýmphytos Transliteration B: symphytos Transliteration C: symfytos Beta Code: su/mfutos

English (LSJ)

ον,

   A born with one, congenital, innate, ἀρετά Pi.I.3.14; κακόν, ἐπιθυμία, Pl.R.609a, Plt.272e; of diseases, Hp.Coac.502; βλάβαι καὶ διαφθοραὶ τοῦ σώματος Gal.6.3; natural, τῶν σιτίων ἔνια ἔχει γλυκύτητα σ. ib.475, cf. 731; σ. ἐχούσης ὑγρότητα τῆς γλώττης Id.16.508; σ. αἰών our natural age, i.e. our old age (acc. to the Sch.), A.Ag.107 (lyr.); νεικέων τέκτονα σ. the natural author of strife, i.e. a cause of strife natural to the race, ib.152 (lyr.); εἰς τὸ σ. according to one's nature, E.Andr.954; ὕδωρ σ. ἐν γάλακτι, opp. ἐπακτόν, Arist.Mete.382b12; τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις Id.Po.1448b5; σ. [πνεῦμα], i.e. the vital spirit, Id.Spir. 482a8; σ. ὑγρὸν καὶ θερμόν (in a seed) Thphr.HP1.11.1; πρῶτον ἀγαθὸν καὶ σύμφυτον ἡδονή Epicur.Ep.3p.63U.; τὰ σ. natural functions or parts, Arist.GA753a17, Ph.253a12.    2 c. dat., natural to, σ. αὐτοῖς δειλία Lys.10.28; ἀϋδρία τισὶ τόποις σ. Pl.Lg.844b; τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, opp. τὰ ὑστερογενῆ (such as milk), Arist.HA521b17, cf. Thphr.Sens.1,16.    3 c. gen., [τῶν φθόγγων] σ. ἡδοναί Pl.Phlb. 51d; εὐβουλία ἀρετὴ λογισμοῦ σ. Id.Def.413c: cf. συγγενής, σύγγονος.    4 like by nature, cognate, kindred, Id.Phlb.16c.    II grown together, διάστασις τῶν σ. μερῶν Arist.Top.145b3; σ. τῷ Χιτῶνι Id.HA557b18; ἐγκεφάλου σκέπασμα σ. μὲν οὐκέτι, πολλαχόθι μέντοι συμφυές Gal. UP8.9; σ. ἐμποιεῖν τινί τι Pl.Phd.81c; united, Id.Phdr. 246a, Ep.Rom.6.5; of qualities in relation to matter, ὕλη . . λαβοῦσα ποιότητας . . καὶ οἷον συμφύτους αὐτὰς ἔχουσα καὶ συγκεκραμένας ἀλλήλαις Plot.3.6.8, cf. 3.6.11.    III thickly wooded, Plb.1.74.6, D.C. 40.29.    2 fully cultivated, ἀμπελὼν σ. PGrenf.2.28.7 (ii B.C.), PLips.1.5 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 993] mitgewachsen, angeboren; ἀρετά, Pind. I. 3, 14; αἰών, Aesch. Ag. 107; verwandt, 148; Eur. Andr. 955; von Natur eigen, ἐπιθυμία, Plat. Polit. 272 e; ἡδονὴν αὐτοῖς ξύμφυτον ἀπονέμοντες, Critia. 116 b, u. öfter; ξύμφυτος αὐτοῖς δειλία, Lys. 10, 28; – zusammengewachsen, zugewachsen, zugetheilt.