ἅρπαγμα
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
English (LSJ)
ἁρπάγματος, τό,
A booty, prey, Lyc. 87, LXX Jb.29.17, al.: in plural, ib.Ez.22.25.
2 ἅρπαγμα εὐτυχίας = windfall, Plu.2.330d; οὐχ ἅ. οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαί τι Hld.7.20.
Spanish (DGE)
ἁρπάγματος, τό
1 robo ἐπὶ ἅρπαγμα μὴ ἐπιποθεῖτε LXX Ps.61.11, cf. Si.16.13
•rapto ref. al de Helena, fig. τρήρωνος ... ἅ. Lyc.87
•οὐχ ἅρπαγμα οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαι τὸ πράγμα ni robar ni encontrar nada Hld.7.20.4, ἅρπαγμα τὸ ῥηθὲν ποεῖσθαι arrebatar, cortar la palabra Hld.8.7.1.
2 presa, botín ὡς λέοντες ... ἁρπάζοντες ἁρπάγματα LXX Ez.22.25, cf. Ib.29.17, Ael.NA 15.2, c. gen. ἅ. τοῦ πονηροῦ Phys.A 115.5
•ἅρπαγμα εὐτυχίας = ganancia inesperada, ganga Plu.2.330d.
3 porción, parte separada o arrebatada σπέρμα ἐστὶν ἀνθρώπου ὃ μεθίησιν ἄνθρωπος μεθ' ὑγροῦ ψυχῆς μέρους ἅρπαγμα Zeno Citieus 128.
German (Pape)
[Seite 358] τό, das Geraubte, Raub, Aesch. 3, 222 τὰ περὶ τὰς τριήρεις ἁρπάγματα; Plut.; was man freudig als einen Fund ergreift, Heliod.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet ravi, butin.
Étymologie: ἁρπάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἅρπαγμα: ατος τό похищенное, захваченное, добыча Aeschin., Plut.
Greek Monolingual
το (Α ἅρπαγμα) αρπάζω νεοελλ. η αρπαγή
αρχ.
1. η λεία
2. κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία.