προαπαντάω
English (LSJ)
A go forth to meet, Th.1.69, 4.92,6.42, Ph.1.286, al., J.AJ13.4.1, al., Luc.VH1.38.
II go to meet before... τῆς ἑῴας ἁπάσης Them.Or.14.183b.
2 take steps in advance or in good time, BGU372 ii 9(ii A.D.).
III to be interposed, intervene, τὰ προαπαντῶντα σώματα Gal.UP8.3(pl.).
German (Pape)
[Seite 707] zuvor- od. entgegenkommen, Thuc. 1, 69. 4, 92 u. Sp., wie Philo u. D. Cass., auch τινά, 39, 28.
French (Bailly abrégé)
προαπαντῶ :
aller le premier au-devant de, τινι.
Étymologie: πρό, ἀπαντάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-απαντάω tegemoetgaan, tegemoetkomen.
Russian (Dvoretsky)
προᾰπαντάω: упреждать, идти (выходить) навстречу Thuc.: προαπαντήσαντες αὐτοῖς περὶ - v. l. παρὰ - τὸ Ποσειδώνιον Luc. встретившись с ними у храма Посидона.
Greek Monotonic
προαπαντάω: μέλ. -ήσω,
I. πηγαίνω από πριν για να συναντήσω, σε Θουκ.
II. προϋπαντώ, συναντώ από πριν, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προαπαντάω: ὑπάγω εἰς προϋπάντησίν τινος, Θουκ. 1. 69., 4. 92. ΙΙ. συναντῶ πρότερον, ὁ αὐτ. 6. 42· τινι Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 38.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to go forth to meet, Thuc.
II. to meet beforehand, Thuc.