εὐρωτιάω

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρωτιάω Medium diacritics: εὐρωτιάω Low diacritics: ευρωτιάω Capitals: ΕΥΡΩΤΙΑΩ
Transliteration A: eurōtiáō Transliteration B: eurōtiaō Transliteration C: evrotiao Beta Code: eu)rwtia/w

English (LSJ)

(εὐρώς) to be mouldy or become mouldy, decay, Thphr. CP 1.6.8, Luc.Nec.15, etc.; βίος εὐρωτιῶν = the life of the great unwashed, Ar. Nu.44.

German (Pape)

[Seite 1096] schimmelig, moderig sein oder werden, vermodern, Theophr. u. Sp., wie Luc. Necyom. 15, von den Todten, οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες, Iup. Trag. 15 χόνδροι λιβανωτοῦ εὐρωτιῶντες, wie Alciphr. 3, 35. 53. – Übertr., βίος εὐρωτιῶν, neben ἀκόρητος, ein Leben in Schmutz, Ar. Nubb. 45.

French (Bailly abrégé)

εὐρωτιῶ :
se moisir ou être moisi, gâté, croupir.
Étymologie: εὐρώς.

Russian (Dvoretsky)

εὐρωτιάω: покрываться плесенью, загнивать (οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες νεκροί Luc.): βίος εὐρωτιῶν Arph. жизнь в грязи.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωτιάω: (εὐρὼς) εἶμαι ἢ γίνομαι πλήρης εὐρῶτος, «μουχλιάζω», φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Λουκ. Νεκυομ. 15, κτλ.· βίος εὐρωτιῶν, ὁ βίος τοῦ ἀνίπτου καὶ ἀκαθάρτου, βίος «βουτηγμένος εἰς τὴν βρῶμαν», Ἀριστοφ. Νεφ. 44.

Greek Monotonic

εὐρωτιάω: (εὐρώς), είμαι ή γίνομαι σάπιος, μουχλιάζω, φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, βίος εὐρωτιῶν, ζωή βουτηγμένη στη βρωμιά, βουτηγμένη στη λάσπη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

εὐρωτιάω, εὐρώς
to be or become mouldy, βίος εὐρωτιῶν the life of the unwashed, Ar.