ἐπισκιρτάω
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
leap upon, τινί Nonn. D. 2.29: metaph., τῷ νεκρῷ Plu.Dem.22: abs., ἐπισκιρτῶσιν ἔθειραι, ἴουλος, AP5.102 (Rufin.), 12.10 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 979] darauf springen, Ὀλύμπῳ Nonn. D. 2, 29; ἔθειραι, ἴουλοι, Haare schießen hervor, Rufin. 31 (V, 103); Strat. 9 (XII, 10). Übertr., wie insultare, beschimpfen, νεκρῷ Plut. Dem. 22.
French (Bailly abrégé)
ἐπισκιρτῶ :
bondir sur ; fig. insulter, τινι.
Étymologie: ἐπί, σκιρτάω.
Greek Monolingual
ἐπισκιρτῶ, ἐπισκιρτάω (Α) σκιρτώ
1. πηδώ πάνω σε κάτι
2. ντροπιάζω, ατιμάζω («ἐπισκιρτᾶν τῷ νεκρῷ καὶ παιωνίζειν», Πλούτ.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκιρτάω: σκιρτῶ ἐπί, τινι Νόνν. Δ. 2. 29· μεταφ., ὡς τὸ Λατ. insultare, τῷ νεκρῷ Πλουτ. Δημοσθ. 22: ― ἀπολ., ἐπισκιρτῶσιν ἔθειραι, ἴουλοι Ἀνθ. Π. 5. 103., 12. 10.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκιρτάω:
1 досл. вскакивать, вспрыгивать, перен. вырастать (λευκαί τινι ἐπισκιρτῶσιν ἔθειραι Anth.);
2 топтать ногами, надругаться (τῷ νεκρῷ Plut.).