νεοσσίς

From LSJ
Revision as of 19:34, 7 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσίς Medium diacritics: νεοσσίς Low diacritics: νεοσσίς Capitals: ΝΕΟΣΣΙΣ
Transliteration A: neossís Transliteration B: neossis Transliteration C: neossis Beta Code: neossi/s

English (LSJ)

Att. νεοττίς, later νοσσίς, ίδος, ἡ, = νεοσσίον (nestling, chick, yolk) 1, Arist.HA 559b23 ; Παφίης νοσσίς, of a girl, AP 9.567 (Antip.) ; freq. as pr. n. in Com. νοσσίδες, αἱ, name of a kind of shoe, Herod. 7.57.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite poule, poulette.
Étymologie: νεοττός.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσίς: атт. νεοττίς, ίδος (ῐδ) ἡ маленькая птичка, пичужка, тж. курочка Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσίς: Ἀττ. νεοττίς, -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 19· Παφίης νοσσὶς (ἴδε νεοσσός), ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 9. 567· - συχν. ὡς κύρ. ὄνομα παρὰ τοῖς Κωμικοῖς.

Greek Monolingual

νεοσσίς και νοσσίς και αττ. τ. νεοττίς, ἡ (Α)
1. μικρό θηλυκό πουλί
2. μτφ. (για πρόσωπα) μικρό σε ηλικία κορίτσι
3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) αἱ νοσσίδες
είδος υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + επίθημα -ις (πρβλ. νεωρίς)].

Greek Monotonic

νεοσσίς: Αττ. νεοττίς, -ίδος, μεταγεν. νοσσίς, ἡ, = το προηγ., λέγεται και για κορίτσι, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεοσσίς, Att. νεοττίς, ίδος, ἡ, = νεόσσιον, of a girl, Anth.]