λογοπράτης

From LSJ
Revision as of 07:48, 9 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek (Liddell-Scott)

λογοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλήσας τὸν ΛΟΓΟΝ, ἐπὶ τοῦ προδότου Ἰούδα, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

λογοπράτης, ὁ (Α)
(για τον Ιούδα) αυτός που πούλησε τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -πράτης (< θ. πρα-, πρβλ. πέπρα-κα, παρακμ. του πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. δημοπράτης, λαχανοπράτης.

German (Pape)

ὁ, der Reden verkauft, für Geld Reden schreibt, Sp.