ἐκθηλύνω
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
aor.
A -εθήλυνα D.H. 7.9:—soften, weaken, τὸ σκέλος ἐκτεθηλυσμένον γίνεται Hp.Art.52, cf. 56; make effeminate, στρατιὰν ταῖς ἡδοναῖς Str.5.4.13; τὴν νεότητα ταῖς ἀγωγαῖς D.H.l.c.; ψυχάς Corn.ND20:—Pass., ἐκτεθηλυμμένος καὶ τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι Plb.36.15.2, cf. 28.21.3, D.C.50.27; of plants, become enfeebled, Thphr. CP 3.1.3.
II Gramm., make a feminine of, EM473.35.
Spanish (DGE)
• Morfología: [med.-pas. perf. part. ἐκτεθηλυσμένος Hp.Art.52, ἐκτεθηλυμμένος Plb.36.15.2, Ph.2.163, ἐκτεθηλυμένος Luc.DDeor.8.3]
I tr.
1 afeminar, ablandar τὴν στρατιὰν τοῖς ἡδοναῖς Str.5.4.13, τὴν νεότητα ταῖς ἀγωγαῖς D.H.7.9, τὸ τῆς ἀκμῆς ἄνθος ref. a los jóvenes, Ph.2.306, ψυχάς Corn.ND 20, cf. Polyaen.7.6.4
•fig. ablandar, enternecer ἄρσενας ... θυμούς Heraclit.All.59
•medic. ablandar ἐκθηλύνει τὰ μόρια καὶ διαλύει τὸν τόνον αὐτῶν de un medicamento, Gal.13.392
•afeminar, desvirtuar τὸν ἄρτον cribando el salvado, Clem.Al.Paed.2.1.3.
3 gram. hacer del género femenino ciertos n. de anim. EM 473.35G.
II en v. med.-pas.
1 afeminarse, hacerse afeminado ἐκτεθηλύνθαι διὰ τὴν πολυχρόνιον εἰρήνην Plb.31.21.3, cf. D.C.50.27.6, Clem.Al.Paed.2.7.56
•esp. part. perf. ἐκτεθηλυμμένος = afeminado c. ac. int. τὴν ψυχήν Ph.l.c., c. dat. τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι Plb.l.c., abs. Plb.28.21.3, τῷ μαλθακῷ τούτῳ Φρυγὶ τῷ ἐκτεθηλυμένῳ Luc.l.c., τὸ ἐκτεθηλυμένον conducta afeminada Origenes Apoc.16.
2 debilitarse, hacerse fláccido cien., medic. τὸ σκέλος ... ἐκτεθηλυσμένον ... γίγνεται por pérdida de musculatura, Hp.Art.52, cf. 56, Gal.13.949, de plantas, Thphr.CP 3.1.3.
3 peyor. desde un punto de vista intelectual ser flojo, insulso en part. perf. ἐκτεθηλυμένοις καὶ γελοίοις ἤθεσι Ath.Al.Dio.6.1, ῥημάτια Ath.Al.M.26.57C.
German (Pape)
[Seite 760] ganz verweichlichen, verzärteln; Hippocr.; τὴν νεότητα Dion. Hal. 7, 9; ἐκτεθήλυται D. C. 50, 27; ἐκτεθηλυμμένος καὶ τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι Pol. 37, 2, 2, vor Bekk. ἐκτεθηλυμένος, wie Luc. D. D. 5, 3; ἐκτεθηλυσμένος, Poll. 6, 126. – Bei E. M. 473, 35 = zum Femininum machen.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθηλύνω: изнеживать, ослаблять (ἐκτεθηλυμμένος καὶ τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθηλύνω: μαλακύνω, ἐξασθενῶ, χαλαρώνω, χαυνώνω, ἐκνευρίζω, τὸ σκέλος Ἱππ. Ἄρθρ. 819 κάμνω τινὰ ἄνανδρον, δειλόν, Πολύβ. 37. 2, 2. ΙΙ. μετατρέπω εἰς γένος θηλυκόν, «ἰστέον δὲ ὅτι οἱ Ἴωνες πάσας τὰς ἀγέλας ἐκθηλύνουσι τῇ προφορᾷ, τὰς ἵππους καὶ τὰς ὄνους καὶ τὰς βοῦς λέγοντες» Ἐτυμ. Μ. σ. 473, 35.
Greek Monolingual
(AM ἐκθηλύνω)
1. (για άντρα) καθιστώ κάποιον θηλυπρεπή
2. εκθηλύνομαι
αποκτώ συμπεριφορά και διαγωγή γυναίκας
αρχ.
1. κάνω κάποιον ασθενικό, χαύνο
2. γραμμ. μετατρέπω σε θηλυκό γένος («Ἴωνες... τὰς ἀγέλας ἐκθηλύνουσι... τὰς ἵππους καὶ τὰς ὄνους καὶ τὰς βοῦς λέγοντες»).
Translations
feminize
Arabic: أَنَّثَ; Catalan: feminitzar; Finnish: naisellistaa; French: féminiser; Galician: feminizar; German: feminisieren, verweiblichen; Greek: εκθηλύνω; Ancient Greek: ἀποθηλύνω, γυναικόω, γυναικῶ, διαθηλύνω, ἐκθηλύνω, καταμαλακίζω, παραθηλύνω; Hungarian: nőiessé tesz; Italian: femminilizzare; Korean: 여성화(女性化)하다; Polish: feminizować, sfeminizować, ukobiecać, ukobiecić; Portuguese: feminizar; Spanish: feminizar