ὁδοιπόρος
English (LSJ)
ὁ, wayfarer, traveler, traveller, Il.24.375, A.Ag.901, S.OT 292, Ar.Ach.205, Stratt.61, IG42(1).121.83 (Epid., iv B. C.). (From ὁδός, πείρω, cf. πεῖρε κέλευθον Od.2.434.)
German (Pape)
[Seite 293] einen Weg machend, reisend, der Reisende; Il. 24, 375, ὅς μοι τοιόνδ' ἧκεν ὁδοιπόρον, ist es = Reisegefährte od. Wegweiser; ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος, Aesch. Ag. 901; Soph. O. R. 292; Ar. Ach. 205; Sp., auch in Prosa, wie Plut. Ant. 62 Luc. Iov. conf. 16.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 voyageur, particul. à pied;
2 guide.
Étymologie: ὁδός, πορεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοιπόρος: ὁ
1 путешественник, тж. путник, странник Aesch., Soph., Arph., Plut.;
2 спутник или проводник Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιπόρος: ὁ, «ταξιδιώτης», Αἰσχύλ. Ἀγ. 201, Σοφ. Ο. Τ. 292, Ἀριστοφ. Ἀχ. 205· - ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Ω. 375, συνοδοιπόρος ἢ ὁδηγός. - Ἡ δευτέρα συλλαβὴ ἐμηκύνθη ὡς ἐν τοῖς ὁδοιπλανέω, ὀλοοίτροχος ἢ ὀλοίτροχος.
English (Slater)
ὁδοιπόρος ? traveller μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke, Alberti: μέλιγγας ὄλοιτο παῖς Hesych.) ?fr. 340.
Greek Monolingual
ο (Α ὁδοιπόρος)
1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία
2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει
λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων της νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους συγχωρείται
αρχ.
συνταξιδιώτης («ὅς μοι τοιόνδ' ἦκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική του ουσ. ὁδός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. νυκτιπόρος. Η χρησιμοποίηση της τοπικής αντί της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
Greek Monotonic
ὁδοιπόρος: ὁ, περιπλανώμενος, διαβάτης, ταξιδιώτης, σε Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.· στην Ομήρ. Ιλ., συνοδοιπόρος στο ταξίδι ή οδηγός.
Middle Liddell
ὁδοι-πόρος, ὁ,
a wayfarer, traveller, Aesch., Soph., Ar.;—in Il., a fellow-traveller, or guide.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὁδός (εἶμι) + πόρος τοῦ περάω.
Παράγωγα: ὁδοιπορῶ, ὁδοιπορία, ὁδοιπορικός, ὁδοιπόριον, ὁδοιπορητός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρήματα εἶμι καί περάω.
Translations
traveller
Albanian: udhëtar, udhëtare; Arabic: مُسَافِر, سَائِح, سَيَّاح; Armenian: ճանապարհորդ, ճամփորդ, ուղևոր; Azerbaijani: səyyah, səyahətçi; Bashkir: сәйәхәтсе; Basque: bidaiari; Belarusian: падарожнік, падарожніца, вандроўнік, вандроўніца; Bengali: মুসাফির, রাহী; Bulgarian: пътешественик, пътешественица, пътешественичка, пъ́тник, пъ́тница, пъ́тничка; Burmese: ခရီးသည်; Catalan: viatger; Chinese Mandarin: 旅遊者/旅游者, 旅游者, 游客, 旅行家, 旅行者; Czech: cestovatel, cestovatelka; Danish: rejsende; Dutch: reiziger, reizigster; Esperanto: vojaĝanto; Estonian: rändaja; Finnish: matkustaja, matkailija, matkalainen, matkaaja; French: voyageur, voyageuse; Galician: viaxeiro; Georgian: მოგზაური; German: Reisender, Reisende; Greek: ταξιδιώτης, ταξιδιώτρια, ταξιδιώτισσα; Ancient Greek: δρομίας, ἔμπορος, κελευθήτης, κελευθοπόρος, ὁδευτής, ὁδίτης, ὁδίτας, ὁδοιπόρος, στιβεύς; Hebrew: נוֹסֵעַ, נוֹסַעַת; Hindi: मुसाफ़िर, यात्री; Hungarian: utazó; Icelandic: ferðamaður, ferðalangur; Irish: taistealaí, imeachtaí; Italian: viaggiatore, viaggiatrice, viandante, girovago; Japanese: 旅人, 旅行者; Kazakh: саяхатшы, жиһанкез; Khmer: អ្នកដំណើរ; Kikuyu: mũgendi; Korean: 여행자(旅行者); Kurdish Northern Kurdish: gerok; Kyrgyz: саякатчы; Lao: ນັກທ່ຽວ, ນັກເດີນທາງ; Latin: viator, viatrix, peregrinus; Latvian: ceļotājs, ceļotāja; Lithuanian: keliautojas; Macedonian: патник, патничка; Malay: perantau; Mongolian: аянч, аянчин; Ngazidja Comorian: msafiri; Norman: viageux; Norwegian Bokmål: reisende; Occitan: viatjaire; Old Church Slavonic Cyrillic: пѫтьникъ; Pashto: يونی, مسافر, سياح; Persian: مسافر, سیاح; Polish: podróżnik, podróżniczka; Portuguese: viajante; Romanian: călător, voiajor, drumeț; Russian: путешественник, путешественница, путник, путница; Scottish Gaelic: taistealaiche; Serbo-Croatian Cyrillic: пу̑тнӣк, пу̑тница; Roman: pȗtnīk, pȗtnica; Slovak: cestovateľ, cestovateľka; Slovene: potnik, potnica; Spanish: viajero; Swahili: msafiri, wasafiri; Swedish: resenär, upptäcksresande; Tagalog: manlalakbay; Tajik: сайёҳ, мусофир; Tatar: сәяхәтче; Telugu: ప్రయాణికుడు; Thai: นักเดินทาง, ผู้เดินทาง; Tibetan: འགྲུལ་པ, འགྲུལ་བཞུད་བྱེད་མཁན; Turkish: yolcu, gezgin, seyyah; Turkmen: syýahatçy; Ukrainian: мандрі́вник, мандрі́вниця, подорожник, подорожниця; Urdu: مسافر, یاتری, سیاح; Uyghur: ساياھەتچى; Uzbek: sayyoh, sayohatchi; Vietnamese: người đi du lịch; Volapük: tävan, hitävan, jitävan; Welsh: teithiwr
fellow traveller
Armenian: ուղեկից; Belarusian: спадарожнік, спадарожніца; Bulgarian: спъ́тник, спъ́тничка, спъ́тница; Chinese Mandarin: 同路人; Czech: souputník, souputnice; Danish: medpassager, følgesvend, rejsekammerat; Dutch: medereiziger, reisgenoot; English: fellow traveller, fellow traveler, fellow-traveller, fellow-traveler; Esperanto: kunvojaĝanto; Faroese: ferðafelagi; Finnish: matkakumppani, kanssamatkustaja, matkaseuralainen; French: compagnon de voyage; Georgian: თანამოგზაური, თანამგზავრი; German: Mitreisender, Mitreisende; Greek: συνταξιδιώτης; Ancient Greek: ξυνέμπορος, ξύνοδος, ὁδοιπόρος, ὁμέμπορος, ὁμοκέλευθος, συμπράκτωρ ὁδοῦ, συνέκδημος, συνέμπορος, συνοδοιπόρος, συνοδοίπορος, σύνοδος, συνομόπλοος, συνομόπλους, συνόν, συνοῦσα, συνών; Icelandic: samferðamaður, samferðakona, samferðafólk; Irish: comhthaistealaí; Italian: compagno di viaggio; Macedonian: сопатник, сопатничка; Manx: cohroailtagh; Norwegian Bokmål: medpassasjer, reisekamerat, reisefelle; Nynorsk: medpassasjer, reisefelage, reisefelle; Ottoman Turkish: یولداش, رفیق, آیاقداش; Polish: współpasażer, współpasażerka; Russian: спутник, спутница, попутчик, попутчица; Serbo-Croatian: suputnik, suputnica; Slovene: sopotnik, sopotnica; Swedish: reskamrat; Turkish: yoldaş, yol arkadaşı; Ukrainian: супутник, супутниця, попутник