ζύγιος
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E. (v. infr.), IG22.1604.71 (iv B.C.): (ζῠγόν):—
A of or for the yoke, esp. (sc. ἵππος) draught-horse, opp. σειραφόρος, E.IA221 (lyr.), Ar.Nu.122: c. gen., θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας having yoked cars to teams of beasts, E.Hel.1310: as substantive, κατασκευάσαι… ὁδὸν ζυγίοις πορευτήν Milet.3 No.149.45 (ii B.C.).
II epithet of Hera as patroness of marriage, A.R.4.96, Musae.275; also of other divinities, as Aphrodite, IG3.171, cf.AP 7.555 (Joann.), Hsch.
III ζύγιος, ὁ, = ζυγίτης, Poll.1.87,120; κώπη ζ. IG22.l.c., Polyaen.5.22.4 (pl.).
IV of full weight, νομίσματα Stud.Pal.20.121.18 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 1140] ον (auch ζυγία, von der Hexe, der Beschützerinn der Ehen, Mus. 275; Anton. Thall. (VII, 188); Nonn. D. 32, 57; auch Ἀφροδίτη, Phot. bibl. p. 144, 6), – 1) zum Joche gehörig, ἴππος Eur. I. A. 221 Ar. Nubb. 122, Joch-, Zugpferd; von Wagen, bespannt, θηρῶν ζύγιοι σατίναι Eur. Hel. 1310. – 2) = ζυγίτης, VLL., wie Poll. 1, 87. 120; – κῶπαι ζύγιαι, = μεσόνεοι, Polyaen. 5, 22, 4.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
bon pour le joug ou qu'on met sous le joug : ζύγιοι ἵπποι SOPH litt. chevaux attelés, càd des quatre chevaux d'un quadrige, les deux du milieu par opp. aux deux autres (σειραῖοι ἵπποι).
Étymologie: ζυγόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζύγιος -α -ον en ζύγιος -ον [~ ζυγόν] onder het juk gespannen:. ὁ ζύγιος ( sc. ἵππος ) het trekpaard Aristoph. Nub. 122. ingespannen, van de wagen:. θηρῶν... ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας nadat de godin de wagen had ingespannen met een span van wilde dieren Eur. Hel. 1310 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
ζύγιος: и 2 (ῠ)
1 яремный, упряжной (ἵππος Eur., Arph.);
2 (о повозке) запряженный: θηρῶν ζύγιοι σατίναι Eur. колесницы, запряженные дикими зверями;
3 сочетающий браком, соединяющий в брачный союз (Ἣρη Anth.).
Greek Monolingual
ζύγιος, -ον, θηλ. και ζυγία (Α) ζυγόν
1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.)
2. ζυγίτης
3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.)
4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζύγιον
υποζύγιο ζώο
6. (επίθ. θεοτήτων και κυρίως της Ήρας και της Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο
7. πάπ. (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό βάρος, που δεν είναι λιποβαρής.
Greek Monotonic
ζύγιος: -α, -ον και -ος, -ον (ζῠγόν), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, δηλ. ικανός να ζευχθεί σε ζυγό· ζύγιος ἵππος, άλογο που έχει ζευχθεί σε ζυγό, σε Αριστοφ.· με γεν., θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας, έχοντας ζεύξει άμαξες με ζευγάρια ζώων ως υποζύγια, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ζύγιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. ἔνθα κατωτ. (ζῠγόν)· - ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ ζυγόν, ζ. ἵππος, ἵππος ὑπὸ τὸν ζυγόν, ἀντίθ. σειραφόρος, Ψευδευριπ. Ι. Α. 221, Ἀριστοφ. Νεφ. 122· - μετὰ γεν., θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας Εὐρ. Ἑλ. 1310. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, παρὰ Ρωμαίοις Juno jugalis, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 96, Μουσαῖ. 275· ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων θεοτήτων, Ἀνθ. Π. 7. 555, Ἡσύχ. ΙΙΙ. ζύγιος, ὁ, = ζυγίτης, Πολυδ. Α΄, 87, 120· κῶπαι ζ. Πολύαιν. 5. 22, 4.
Middle Liddell
[ζῠγόν]
of or for the yoke, ζ. ἵππος a draught-horse, wheeler, Ar.:—c. gen., θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας having yoked cars to teams of beasts, Eur.