καρύκη
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ἡ, rich sauce, invented by the Lydians, composed of blood and spices, Pherecr.181, Ath.12.516c, Gal.8.568, Max.Tyr.3.9, Luc.Tim.54: in plural, Ath.4.160b, Plu.2.664a. (Freq. written καρύκκη in codd. (as also in derivs.), and this spelling is preferred by Hdn.Gr.1.317.)
German (Pape)
[Seite 1331] ἡ, eigtl. eine von den Lydern erfundene, mit Blut zubereitete, leckerhafte Brühe, Ath. XII, 576 c, vgl. IV, 160 b u. VLL.; übh. sein zugerichtete Speise, bes. Brühe, Luc. Tim. 54 Plut. Symp. 4, 1, 3 E; ζωμοῦ κ. Poll. 6, 56.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
civet lydien ; ragoût délicat en gén.
Étymologie: DELG emprunt lydien.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρύκη -ης, ἡ saus (Lydische saus bereid met kruiden en bloed).
Russian (Dvoretsky)
κᾰρύκη: ἡ тонкое кушанье, изысканное блюдо (род рагу с кровью) Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
καρύκη: ῡ, ἡ, «βρῶμα Λύδιον ἐξ αἵματος καὶ ἡδυσμάτων συγκείμενον» Ἡσύχ.· ταρίχη πνικτὰ καὶ καρύκη Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Λυδικὴν καρύκην αὐτόθι 89, πρβλ. Ἡσύχ., Ἀθήν. 516C, πρβλ. 160Β, Πλούτ. 2. 664A, Λουκ. Τίμ. 54· ζωμοῦ κ. Πολυδ. Ϛ’, 56.
Greek Monolingual
καρύκη, ἡ (Α)
(ιδίως στη Λυδία) είδος σάλτσας με αίμα και μπαχαρικά («εἴποις δ' ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Λυδική.
ΠΑΡ. καρυκεύω
αρχ.
καρύκινος.
ΣΥΝΘ. αρχ. καρυκοειδής, καρυκοποιός.
Greek Monotonic
κᾰρύκη: [ῡ], ἡ, περσικό πιάτο αποτελούμενο από αίμα και πλούσια καρυκεύματα, μπαχαρικά, σε Λουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a Lydian soup of blood and spices (Pherekr., Ath., Plu., Hdn.).
Other forms: also -ύκκη
Compounds: As 1. member in καρυκο-ειδής (Hp.), -ποιέω (Ar.).
Derivatives: καρύκινος κ.-coloured, i. e. dark-red (X.) and the denominatives 1. καρυκεύω provided with κ., prepare (Alex., Men.), also mix, confound (Erot., H.), with καρυκεία (Ath.), καρύκευμα (Poll., Arist.-comm.); 2. καρυκάζειν ταράττειν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Unexplained, prob. Lydian. The variation points to a Pre-Greek (= Pre-Antolian) word; Fur.150 n.38. The structure of the word fits Pre-Greek, καρ-υκ- (Beekes, Pre-Greek, Suffixes)
Middle Liddell
κᾰρύ¯κη, ἡ,
a Persian dish, composed of blood and rich spices, Luc.
Frisk Etymology German
καρύκη: (-ύκκη)
{kărú̄kē}
Grammar: f.
Meaning: N. einer lydischen Brühe aus Blut und Gewürzen (Pherekr., Ath., Plu., Hdn. usw.).
Composita: Als Vorderglied u. a. im καρυκοειδής (Hp.), -ποιέω (Ar.).
Derivative: Ableitungen: καρύκινος ‘κ.-farben’, d. i. dunkelrot (X.) und die Denominativa 1. καρυκεύω ‘mit κ. versehen, bereiten, würzen’ (Alex., Men. usw.), auch vermischen, verwirren (Erot., H.), mit καρυκεία (Ath. u. a.), καρύκευμα (Poll., Arist.-Komm. u. a.); 2. καρυκάζειν· ταράττειν H.
Etymology: Unerklärt, wohl lydisch.
Page 1,794