ἀργίπους
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
ὁ, ἡ, ἀργίπουν, τό, gen. ποδος, swift-footed, ἀργίποδας κύνας Il.24.211; of rams, S.Aj.237 (lyr.) (= λευκόποδας, Sch.); = ἀετός (Maced.), Hsch.
Spanish (DGE)
-οδος
• Prosodia: [-ῐ-]
adj. de patas ligeras κύνες Il.24.211, Ps.Phoc.147
•quizá de blancas patas κριοί S.Ai.237.
French (Bailly abrégé)
-ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds agiles ou pê aux pieds blancs.
Étymologie: ἀργός¹, πούς.
German (Pape)
οδος, schnellfüßig, od. weißfüßig, vgl. ἀργός; ἀργίποδας κύνας Il. 24.211; κριοί Soph. Aj. 236.
Russian (Dvoretsky)
ἀργίπους: ποδος adj. быстроногий, по друг. белоногий (κύνες Hom.; κριοί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τὸ, ταχύπους, ἀργίποδας κύνας Ἰλ. Ω. 211· ἐπὶ κριῶν, Σοφ. Αἴ. 237 (ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει λευκόποδας, ἀλλ’ ἴδε ἀργός). Ὁ ἰσοδύναμος τύπος ἀργιόπους (διορθωθεὶς ἤδη εἰς ἀργίπους) εἶναι καθ’ Ἡσύχ. Μακεδονικός, καὶ σημαίνει ἀετόν.
Greek Monolingual
ἀργίπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει γρήγορα ή λευκά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -πους < πους (πρβλ. αιγίπους, αντίπους, αρτίπους κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀργίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό (ἀργός), ταχυκίνητος, αυτός που έχει γρήγορα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.