κατοιμώζω
From LSJ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1403] (s. οἰμώζω), bejammern, beklagen, κατοιμῶξαι γόοις Eur. Andr. 1160.
French (Bailly abrégé)
gémir sur, déplorer.
Étymologie: κατά, οἰμώζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-οιμώζω bejammeren.
Russian (Dvoretsky)
κατοιμώζω: стонать, сетовать, оплакивать (τινὰ γόοις Eur.).
Greek Monolingual
κατοιμώζω (Α)
στενάζω δυνατά, κλαίω με στεναγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἰμώζω «κλαίω, οδύρομαι»].
Greek Monotonic
κατοιμώζω: μέλ. -ώξομαι, θρηνολογώ, μοιρολογώ, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κατοιμώζω: θρηνῶ, στενάζω, Εὐρ. Ἀνδρ. 1159.