είμαι
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
(AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι)
1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ' οὗτος ἀνήρ οὐδ' ἔσσεται» — δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει)
2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς εἰς Ρωμανίαν ἔναι», «ὄλωλεν οὐδ' ἔτ' ἐστὶ Τροία»)
3. (για καταστάσεις, περιστάσεις κ.λπ.) υπάρχω, συμβαίνω («είναι συνωμοσία», «είναι ειρήνη», «ἕως ἄν ὁ πόλεμος ᾖ» — εφόσον διαρκεί ο πόλεμος, [και σε ερώτηση] «τί είναι;» «τί ἐστίν;» τί συμβαίνει;)
4. είμαι (στην πραγματικότητα), σε αντίθεση προς το «φαίνομαι» («δεν είναι αυτό που φαίνεται» ή «αυτό που δείχνει», «διπλάσιος... ἤ ἐστι»
τὰ ὄντα
αυτά που πραγματικά υπάρχουν
ὁ Ὤν
αυτός που πραγματικά υπάρχει για πάντα, ο Θεός)
5. παρευρίσκομαι («ήμουν κι εγώ εκεί», «ὁ Λάζαρος ἦν εἷς τών ἀνακειμένων»)
6. βρίσκομαι (σε ηλικία) («ήταν είκοσι χρόνων», «ἦν ἐτῶν εἴκοσιν»)
7. προέρχομαι, κατάγομαι («είμαι από την Κόρινθο»
«τίνος είσαι;» ποιός είναι ο πατέρας σου; «πατρὸς εἴμ' ἀγαθοῖο»)
8. ανήκω, είμαι κτήμα («το σπίτι είναι του πατέρα μας», «Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν»)
9. ανήκω σε τάξη, υπηρεσία, αρχή κ.λπ. («είναι της βουλής, της συνόδου, της κεντρικής επιτροπής», «ἐτύγχανε βουλῆς ὤν» — έτυχε να είναι της βουλής, να είναι βουλευτής)
10. ανήκω στην παράταξη ή στην ομάδα κάποιου, εξαρτώμαι από κάποιον («ήταν του Βενιζέλου» ή «ήταν άνθρωπος του Βενιζέλου», «ἦσαν τινὲς μὲν Φιλίππου»)
11. ανήκω στα έργα, στη συνήθεια, στη φύση, στη δικαιοδοσία κάποιου (α. «δεν είναι της σειράς μας» β. «δεν είναι του χαρακτήρα σου», γ. «οὔ τοι γυναικός ἐστιν» — δεν είναι γυναικεία δουλειά, δεν ταιριάζει σε γυναίκα)
12. είμαι απασχολημένος με κάτι («είμαι στις εξετάσεις», «είμαι στα πιάτα», «είμαι στην υποδοχή», «ἦσαν τοῦ θύειν»)
13. ως συνδετικό (με κατηγορούμενο που δηλώνει ιδιότητα του υποκειμένου) («ο τόπος είναι ιερός», «αὕτη ἐστὶ ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα», «τί ἐστὶν ἀλήθεια;»)
14. συμβαίνει, γίνεται («πώς ήταν αυτό και μάς ήρθες ξαφνικά;»)
15. είναι δυνατόν, μπορεί («δεν είναι να φύγω», «ήταν να σκοτωθούν πολλοί», «ἔστι τοῦτο μαθεῖν»)
16. (η προστακτική έστω σε συλλογισμούς, υποθέσεις κ.λπ.) ας γίνει δεκτό, ας υποτεθεί («έστω η ευθεία ΑΒ»)
17. φρ. α) «αἰχρόν ἐστι καὶ λέγειν» — είναι ντροπή και να το αναφέρει κανείς
β) «ἔστιν ὅτε» — ενίοτε, κάπου, κάπου
γ) «ἔστι δίκης ὀφθαλμός» — θα έρθει η ώρα της δίκαιης τιμωρίας
δ) «ἔσσεται ἧμαρ» — θα έρθει η ώρα σου, είναι αναπόφευκτο να συμβεί
ε) «τοῦτ' ἐστι» — δηλαδή
μσν.- νεοελλ.
1. προορίζομαι για («είναι να πεθάνει», «είναι για πολιτικός», «εἶναι διὰ ζωήν», «αυτά όλα είναι για σένα»)
2. είμαι κατάλληλος για κάτι («είναι για αξιωματικός, για κληρικός κ.λπ.»)
3. είμαι έτοιμος για κάτι («είμαι για να γράψω»
«είμαι για ταξίδι»)
4. πρόκειται να («είναι να σκοτωθούν πολλοί»)
νεοελλ.
1. έχω διάθεση καλή ή κακή («είμαι λυπημένος, χαρούμενος, οργισμένος με τους γονείς μου»)
2. είμαι άξιος για κάτι, αξίζει να κάνω ή να πάθω κάτι (α. «δεν είμαι γι' αυτή τη θέση» β. «είσαι για φίλημα» — πολύ όμορφη
γ. «για γέλια, για κλάματα, για τα πανηγύρια» — αξίζει να γελάνε κ.λπ. εις βάρος σου
δ. «είσαι για τα σίδερα» — είσαι τρελός)
3. συμπεριλαμβάνομαι («δεν είμαι στον κατάλογο»)
4. πρόκειται να («είναι να έρθει, δεν ξέρω αν θα μπορέσει»)
5. (για καιρικές συνθήκες) επικρατεί («είναι ζέστη, ομίχλη, κρύο κ.λπ.»)
6. είναι μοιραίο («όταν είναι να πεθάνεις τίποτε δεν σέ γλυτώνει»)
7. είναι δικαιολογημένο («είναι να χάνει κανείς τον νου του»)
8. φρ. α) «είμαι με το μέρος σου» ή «είμαι μαζί σου» — σέ υποστηρίζω ή συμφωνώ μαζί σου
β) «και πού είσαι ακόμα» — θα ακολουθήσουν και χειρότερα (ή και καλύτερα)
γ) «δεν είναι στα καλά του» — είναι τρελός
δ) «είμαι της γνώμης...» — έχω τη γνώμη ότι, η άποψή μου είναι...
ε) «είμαι σε θέση να...» — έχω τη δυνατότητα, μπορώ
στ) «είναι που είναι» — έχει κάποια ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό
ζ) «είμαστε για νά 'μαστε» — είμαστε εντελώς έτοιμοι
η) «όπου νά 'ναι» ή «όπου και νά 'ναι» — σε λίγο
θ) «είναι στο χέρι μου» — εξαρτάται από μένα
ι) «είναι να τραβάς τα μαλλιά σου» — συμβαίνει κάτι εξωφρενικό
ια) «τί 'σαι συ και τί 'μαι γώ» (για αβάσιμους κομπασμούς και άκαιρες συγκρίσεις)
ιβ) «τίς εἶ;» ερώτηση σκοπού προς όποιον πλησιάζει
ιγ) «οὕτως εἴη μοι ὁ Θεὸς βοηθὸς καὶ τὸ ἱερὸν αὐτοῦ Εὐαγγέλιον» — η τελευταία φράση του όρκου τών μαρτύρων στο δικαστήριο
ιδ) (με μτχ. παθ. παρακμ.) «είμαι φαγωμένος» — έχω φάει, «είμαι διαβασμένος» — έχω διαβάσει
μσν.
φρ.
1. «εἶμαι εἰς θέλημα» — είμαι στη διάθεση κάποιου
2. «εἶμαι εἰς ὁρισμόν» — είμαι υπήκοος κάποιου
3. «εἶμαι εἰς τὴν βουλήν (σου)» — συμφωνώ με τις σκέψεις σου
αρχ.
Ι. 1. (ως συνδετικό) ισοδυναμώ, ισούμαι («τὰ δὶς πέντε δέκα ἐστίν»)
2. (με γενική κατηγορηματική) είναι κατασκευασμένο από... («ἡ κρηπίς ἐστι λίθων μεγάλων»)
3. (με δοτ. κτητ.) έχω κάτι («εἰσί μοι παῖδες» — έχω παιδιά)
II. φρ.
1. «τί ἐμοὶ καὶ σοί (ἐστι);» — τί κοινό υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα;
2. α) «ἔστιν ὅς ἠ ὅστις» — κάποιος
β) «οὐκ ἔστιν ὅς» — κανείς
γ) «οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ» — πάντες, όλοι
δ) «ἔστιν ὅτε» — ενίοτε, κάπου κάπου, «οὐκ ἔστιν ὅτε» — ποτέ
ε) «εἰμὶ ἐν ἀξιώματι» — μέ εκτιμούν
3. «εἰμὶ ἐν τέχνῃ, φιλοσοφίᾳ κ.λπ.» — ασχολούμαι συστηματικά
4. «εἰμὶ ἐπ' ἐμαυτοῦ» — είμαι ολομόναχος
5. «εἰμὶ ἐπί τινι» — εξαρτώμαι από κάποιον
6. «εἰμὶ ὑπό τινα» ή «εἰμί τινι» — βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
7. «εἰμὶ περί τι» — ασχολούμαι με κάτι
8. «ἔστι μοι ἀσμένῳ, βουλομένῳ κ.λπ.» — μού είναι ευχάριστο, θέλω κ.λπ.
9. «εἰμὶ ἀπ' οἴκου» — είμαι μακριά απὸ την πατρίδα
10. «εἰμὶ ἐπί τινα» — στρέφομαι εναντίον κάποιου
11. «περὶ τούτων ἐστίν» — αυτό είναι το ζήτημα
είναι (AM εἶναι)
(απρμφ. ενεστ.) «τὸ εἶναι» — η πραγματικότητα, η αληθινή ύπαρξη, σε αντίθεση με το «φαίνεσθαι»
νεοελλ.
φρ. «το είναι μου» — η ύπαρξη μου, εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ειμί ανάγεται σε ΙΕ ρίζα es- «είμαι». Ο τ. ειμί < ΙΕ es-mi (πρβλ. αρχ. ινδ. a-s-mi, λιθ. es-mi, χετ. ešmi, ενώ το λατ. sum αποτελεί νεώτερο σχηματισμό). Το β' εν. πρόσ. ει (επ. δωρ. εσ-σί) < ΙΕ e-si (με σίγηση του -s- μεταξύ φωνηέντων) < es-si, με απλοποίηση τών δύο -s- (πρβλ. αρχ. ινδ. asi, λιθ. esi, χετ. ešši, λατ. es) και το γ' εν. πρόσ. εστί < ΙΕ ēs-ti (πρβλ. αρχ. ινδ. as-ti, λιθ. esti, χετ. ešzi, λατ. est). Οι τύποι εσμέν (ιων. ειμέν), εστέ σχηματίστηκαν αναλογικά προς τους τύπους του ενικού αριθμού, ενώ το γ' πληθ. πρόσ. εισί (δωρ. εντί) < enti, με αντέκταση και συριστικοποίηση του -τ-, < henti < ĪEs-enti (πρβλ. αρχ. ινδ. s-anti), με ψίλωση που οφείλεται σε αναλογία προς τον ενικό αριθμό. Ο ομηρικός τ. του παρατατικού ή-α (< lEes-m) συνδέεται με αρχ. ινδ. ăsam
ο αρχ. αττικός τύπος η προήλθε από το ήα με συναίρεση, ενώ ο τ. ή-ν πήρε την κατάληξη -ν αναλογικά προς τους λοιπούς παρατατικούς και αορίστους σε -ν (έλεγον, είπον, ελάμβανον, έλαβον). Τέλος, η μτχ. ων (< sont) εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της αρχικής ρίζας ενώ η ομηρική μτχ. εών (< es-ont) την απαθή. Το νεοελλ. ρήμα εί-μαι σχηματίστηκε κατά τα μέσα ρήματα κεί-μαι, κάθη-μαι, στέκο-μαι, κοιμού-μαι, ξεκινώντας από τους τ. του παρατατικού (ήμην, ήσο, ήτο κ.λπ., που συνέπιπταν με τα εκαθή-μην, εκάθη-σο, εκάθη-το κ.λπ.), ο δε αναβιβασμός του τόνου εξηγείται αναλογικά προς τους μεταγενέστερους τύπους του παρατατικού (πρβλ. ήμην, ήσο, ήτο) και τους τύπους τών μέσων ρημάτων που τονίζονται στην παραλήγουσα (πρβλ. κείμαι) καθώς επίσης και αναλογικά προς το γ' ενικό πρόσ. ένι. Το γ' εν. πρόσ. είναι < μσν. έναι < αρχ. ένι «εστί, εισί», με επίδραση του είμαι, είσαι, είμεθα. Το ρ. ειμί, όπως εξάλλου και το έχω, από τους χρόνους της Κοινής, όταν ο χρόνος, η έγκλιση και το ποιόν ενεργείας αρχίζουν να εκφέρονται περιφραστικά, λειτουργεί ως βοηθητικό. Το φαινόμενο αυτό, που είναι πολύ κοινό και στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. I am walking, I have walked, γαλλ. J'ai mange, Je suis arrive κ.ά.) οφείλεται πιθανώς (βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1985, σ. 132 κ.ε.) στο ότι οι γραμματικές σημασίες (τ.έ. η γραμματικοποιημένη δήλωση ορισμένης μορφοσυντακτικής σημασίας) τών λέξεων άρχισαν να λεξικοποιούνται, δηλ. να δηλώνονται με λέξεις αντί με γραμματικά ή λεξιλογικά μορφήματα (π.χ. το γέγραφα έγινε έχω γράψει, το γέγραμμαι είμαι γραμμένος). Το ρ. ειμί χρησιμοποιήθηκε εξάλλου ήδη από την Αρχαία για τη δήλωση της αντιθέσεως μεταξύ διάρκειας / συνέχειας και μη-διάρκειας / μη-συνέχειας στον ενεστώτα: ειμί λέγων: λέγω, ειμί ορών: ορώ, πράγμα που υποχώρησε και εξαφανίστηκε στη νέα Ελληνική, εξαιρουμένου του αρχαιοπινούς ιδιώματος της Τσακωνικής, όπου απαντούν τύποι όπως: έμι ορού (ειμί ορών), έσσι ορού (εί ορών), έννι ορού (=εστί ορών). Το νεοελλ. ρ. είμαι μπορεί να διακριθεί, ανάλογα με τη χρήση του, σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες: συνδετικό, υπαρκτικό και βοηθητικό. Παρουσιάζει ιδιαιτερότητα στην κλίση του γι' αυτό και κατατάσσεται στα ανώμαλα-ελλιπή. Ενώ μορφολογικά εμφανίζεται ως μεσοπαθητικό, διαφέρει από τα ρήματα αυτής της κατηγορίας. Δεν σχηματίζει περιφραστικούς-σύνθετους χρόνους εκτός από τον μέλλοντα (θα είμαι) και έχει μόνο δύο μορφολογικά διακεκριμένους τύπους: είμαι και ήμουν, καθώς και τη μτχ. όντας / ών. Δεν εμφανίζει μορφολογική διάκριση μεταξύ ατελούς και τέλειου ποιού ενεργείας, όπως τα άλλα ρήματα (γράφ-ω, έ-γραψ-α), γι' αυτό και έχει υποστηριχθεί ότι σε αυτό το ρήμα έχει επέλθει εξουδετέρωση της σχέσεως μεταξύ ποιού ενεργείας και τύπου. Οι υπόλοιποι χρόνοι και τύποι του ρήματος υποκαθίστανται από συνώνυμα: υπάρχω, βρίσκομαι, γίνομαι, χρηματίζω-διατελώ, κάνω, πηγαίνω, στέκομαι, αποτελώ.
ΣΥΝΘ. άπειμι, ένειμι, έξειμι, έπειμι, μέτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, σύνειμι, ύπειμι, υπέρειμι].