χεῦμα
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
-ατος, τό, (χέω)
A that which is poured, stream, χεῦμα κασσιτέροιο stream of molten tin, Il.23.561; χεῦμα θαλάσσης A.Fr.192.2 (anap.); πόντου E.Fr.316.2, Trag.Adesp.157; ποτάμιον χεῦμα ὑδάτων E.Hel.1304 (lyr.); χεῦμα Ἐρασίνου A.Supp.1020(lyr.), cf. Eu.293; χεῦμα ἀκήρατον pure spring water, S.OC471; even σταθερὸν χεῦμα standing water, A.Fr.276; also ἄνεμός ἐστιν ἠέρος ῥεῦμα καὶ χεῦμα Hp.Flat.3: pl., streams, Σκαμάνδρου Pi.N.9.39, cf. A.Supp.1028 (lyr.), E.Ph.793 (lyr.).
2 generally, χεῦμα νιφετοῖο fall of snow, Nonn. D. 3.213, cf. 210.
3 metaph., stream, flow, εὔμουσα χεῦμα AP9.661 (Jul.Aeg.): of language, Longin.13.1.
II pl., cast vessels, bowls, χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Hdt.1.51, cf. Poll.10.82.
German (Pape)
[Seite 1351] ατος, τό, 1) das Ausgegossene, der Guß; χεῦμα κασσιτέροιο, ein Guß oder Gußarbeit von geschmolzenem Zinn, Il. 23, 561; Fluß, Strom, Fluth, Σκαμάνδρου χεύμασιν Pind. N. 9, 39; auch übtr., κώμων P. 5, 100; Aesch. ποταμοὶ λιπαροῖς χεύμασι γαίας τόδε μειλίσσοντες οὖδας, Suppl. 1008, vgl. 998, u. oft so bei Eur. – 2) das Trankopfer und ein Gefäß zum Trankopfer, sonst χοεύς, Her. 1, 51, vgl. Poll. 6, 84. 10, 82.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. ce qui s'épanche, ce qu'on répand, particul.
1 courant (d'un fleuve);
2 libation;
II. p. suite :
1 bord d'un ouvrage en métal fondu;
2 vase pour les libations.
Étymologie: χέω.
Russian (Dvoretsky)
χεῦμα: ατος τό
1 струя, поток, течение (Σκαμάνδρου χεύματα Pind.; ποτάμιον χεῦμα ὑδάτων Eur.): χεῦμα ἀκήρατον λαβεῖν Soph. принести чистой воды (для омовения рук);
2 литье: χεῦμα κασσιτέροιο Hom. литое олово;
3 сосуд для возлияний (χεύματα ἀργύρεα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
χεῦμα: τό, (χέω) τὸ χεόμενον, ποιητικ. ὄνομα οὐσιαστ.· δηλ. 1) ῥεῦμα, κασσιτέροιο χεῦμα, ῥεῦμα τετηκότος κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· χεῦμα θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· πόντου Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 2· ποτάμιον χεῦμα ὑδάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1304· χεῦμα Ἐρασίνου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1020, πρβλ. Εὐρ. 293· χεῦμα ἀκήρατον, διαυγὲς ὕδωρ πηγαῖον, Σοφ. Ο. Κ. 471· ἔτι δὲ καί, σταθερὸν χεῦμα, στάσιμον ὕδωρ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274· - συχνάκις ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ῥεύματα, ὕδατα, Σκαμάνδρου Πινδ. Ν. 9. 94, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1030, Εὐρ. Φοιν. 793. 2) καθόλου, χεῦμα νιφετοῖο, πτῶσις χιόνος, Νόνν. Δ. 3. 210, 213· μεταφορ., ῥεῦμα, ῥύσις, ῥοή, εὔμουσα χεῦμα Ἀνθ. Π. 9. 661, πρβλ. Λογγῖν. 13. 1· ἴδε ὑπόχευμα. ΙΙ. ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐγχεῖται ὕδωρ, λεκάνη, χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Ἡρόδ. 1. 51, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 84, Κ. 82. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χεῦμα προχοὴ» (κῶδ. προχόη).
English (Autenrieth)
ατος (χέω): that which is poured, casting, Il. 23.561†.
English (Slater)
χεῡμα stream Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ (N. 9.39) met., μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (P. 5.100)
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
καθετί που χύνεται και ρέει, ρους, ρεύμα (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῦ νάματος», Ευσ.
β. «ποτάμιον... χεῡμ' ὑδάτων», Ευρ.
γ. «χεῡμα θαλάσσης», Αισχύλ.
δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» — χυμένος κασσίτερος, Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μτφ. α) ροή, ρύση («δένδρον... κρατεροῖς ὑπὸ μύθοις ἄρδομαι εὐμούσοις χεύμασι τηλεθάον», Ανθ. Παλ.)
β) ρέων λόγος («ὁ Πλάτων τοιούτῳ τινὶ χεύματι ἀψοφητὶ ῥέων...», Λογγίν.)
2. αγγείο («χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα», Ηρόδ.)
3. (κατά τον Ησύχεῦμα) «χεῡμα
πρόχους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χευ- της απαθούς βαθμίδας του ρ. χέω + κατάλ. -μα (πρβλ. ῥεῦμα), βλ. και λ. χέω].
Greek Monotonic
χεῦμα: -ατος, τό (χέω)·
I. αυτό που χύνεται, ρεύμα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
II. αυτό μέσα στο οποίο χύνεται το νερό, δοχείο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
χεῦμα, ατος, τό, [χέω]
I. that which is poured, a stream, Il., Trag.
II. that into which water is poured, a bowl, Hdt.