διαδέκτωρ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A inheritor, καμάτου Man.4.223.
II Pass. as adjective, πλοῦτος δ. inherited wealth, E.Ion478.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
1 heredero καμάτου κακοῦ Man.4.223.
2 como adj. heredado πλοῦτος E.Io 478.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
1 héritier de;
2 reçu par héritage.
Étymologie: διαδέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαδέκτωρ -ορος, ὁ [διαδέχομαι] adj. geërfd:. διαδέκτωρ πλοῦτος geërfde rijkdom Eur. Ion 478.
German (Pape)
ορος, ὁ, durch Erbschaft empfangen, ererbt, πλοῦτος Eur. Ion 478, ch.; aber Man. 4.223 = der etwas übernimmt, καμάτου.
Russian (Dvoretsky)
διαδέκτωρ: ορος adj. m унаследованный, наследственный (πλοῦτος Eur.).
Greek Monolingual
διαδέκτωρ (-ορος), ο (Α) διαδέχομαι
1. κληρονόμος, διάδοχος
2. αυτός που προέρχεται από κληρονομιά.
Greek Monotonic
διαδέκτωρ: -ορος, ὁ (διαδέχομαι), ως επίθ., πλοῦτος δ., πλούτος τον οποίο κληρονομεί κάποιος ή πλούτος που κληροδοτείται από κάποιον, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδέκτωρ: -ορος, ὁ, (διαδέχομαι) διάδοχος, κληρονόμος, καμάτου Μανέθων 4. 223. ΙΙ. παθ., ὡς ἐπίθ., πλοῦτος δ., κληρονομούμενος ἢ κληροδοτούμενος πλοῦτος, Εὐρ. Ἴωνι 478.
Middle Liddell
διαδέκτωρ, ορος, διαδέχομαι
as adj., πλοῦτος δ. inherited wealth, Eur.