μεταγιγνώσκω
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
Ion. and later μεταγινώσκω, fut. μεταγνώσομαι: aor. μετέγνων:—
A find out after, i.e. too late, ἄταν… μεταγνούς dub. in A. Supp.111 (lyr.).
II change one's mind, repent, abs., Hdt.1.40, 86; μετέγνων, ἔγνων δὲ… changed my mind and determined... Id.7.15; μεταγνοὺς ἂν ὀρθῶς βουλεύσαιτο Antipho 5.91, cf. Th.4.92, Pl.Phdr. 231a, Lys.19.53, D.18.153, etc.; οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν; S.Ph.1270.
2 c. acc. rei, change one's mind about, repent of, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ' εἰρημένα E.Med.64; μ. τὰ προδεδογμένα alter or repeal a previous decree, Th.3.40, cf. Luc.Ner.4.
b c. dat. rei, μ. τῷ φόνῳ Philostr.Ep.16.
3 c. inf., change one's mind so as to do something different, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω A.Ag.221 (lyr.); ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Th.1.44; μ. ὡς… change one's mind and think that... X.Cyr.5.5.40.
German (Pape)
[Seite 145] (s. γιγνώσκω), 1) hinterher, später erkennen, einsehen, ἄταν δ' ἀπάτᾳ μεταγνούς, Aesch. Suppl. 103. – 2) seine Meinung, Ansicht, seinen Entschluß ändern, auch bereuen; τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 214; οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν, Soph. Phil. 1254; μετέγνων τὰ πρόσθ' εἰρημένα, d. i. widerrufen, Eur. Med. 64, wie τὰ προδεδογμένα Thuc. 3, 40; μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα, Her. 1, 86. 7, 15 u. öfter; Andoc. 2, 6; τοῖς δὲ οὐκ ἔστι χρόνος, ἐν ᾡ μεταγνῶναι προσήκει, Plat. Phaedr. 231 a; μετεγνωκὼς τὴν τομήν, Luc. Nero 4; oft Plut.; ἐπί τινι, Hdn. 2, 13, 20.
French (Bailly abrégé)
f. μεταγνώσομαι, etc.
1 reconnaître trop tard, acc.;
2 changer de projet, revenir sur une résolution : τι revenir sur une détermination, avec un inf. ; ou avec ὡς revenir sur une résolution et se résoudre à ou décider que ; avoir regret de, se repentir de : τι de qch.
Étymologie: μετά, γιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
μεταγιγνώσκω: ион. μεταγῑνώσκω
1 узнавать впоследствии, в конце концов (ἀπάταν Aesch.);
2 менять свое решение, передумывать: μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχιαν μὴ ποιήσασθαι Thuc. (афиняне) раздумали заключать с коркирцами договор о союзе;
3 раскаиваться, жалеть (о сделанном) (τὰ πρόσθ᾽ εἰρημένα Eur.): οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν; Soph. разве нельзя раскаяться (в своих ошибках)?;
4 пересматривать, отменять (τὰ προδεδογμένα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταγιγνώσκω: Ἰων. καὶ μεταγεν., -γῑνώσκω· μέλλ. -γνώσομαι· ἀόρ. μετέγνων. Γινώσκω κατόπιν, δηλ.: πολὺ ἀργά, ἄταν... μεταγνοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 110. II. μεταβάλλω γνώμην, μετανοῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 40, 86· μετέγνων, ἔγνων δέ... μετέβαλον γνώμην καὶ ἀπεφάσισα..., ὁ αὐτ. ἐν 7. 15· μεταγνοὺς ὀρθῶς ἂν βουλεύσαιτο Ἀντιφῶν 140. 17, πρβλ. Θουκ. 4. 92, Πλάτ. Φαῖδρ. 231Α· οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν; Σοφ. Φιλ. 1270. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., μεταβάλλω γνώμην ἢ φρόνημα περί τινος πράγματος, μετανοῶ διά τι, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα Εὐρ. Μήδ. 64· μ. τὰ προδεδογμένα, μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ προηγουμένην ἀπόφασιν, Θουκ. 3. 40 πρβλ. Λουκ. Νέρωνα 4. 3) μετ’ ἀπαρ., μεταβάλλω τὴν γνώμην μου καὶ πράττω τι διάφορον, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 221· ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Θουκ. 1. 44· μετ. ὡς..., μεταβάλλω γνώμην καὶ νομίζω ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 40· πρβλ. μεταβουλεύω ΙΙ, μεταλαμβάνω ΙΙΙ, μετανοέω.
Greek Monolingual
μεταγιγνώσκω (ΑM)
βλ. μεταγινώσκω.
Greek Monotonic
μεταγιγνώσκω: Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ μετέγνων·
1. αλλάζω απόψεις, μετανοιώνω, σε Ηρόδ., Αττ.
2. με αιτ. πράγμ., αλλάζω απόψεις σχετικά με ένα ζήτημα, μετανιώνω για κάτι, μετέγνων τὰπρόσθ' εἰρημένα, σε Ευρ.· μεταγιγνώσκω τὰ προδεδογμένα, μεταβάλλω ή ανακαλώ μια προηγούμενη απόφαση, σε Θουκ.
3. με απαρ., μεταβάλλω τη γνώμη μου ώστε να πράξω κάτι διαφορετικό, στον ίδ.· μεταγιγνώσκω ὡς..., αλλάζω την άποψή μου και σκέφτομαι ότι..., σε Ξεν.
Middle Liddell
ionic and later -γῑνώσκω fut. -γνώσομαι aor2 μετέγνων
1. to change one's mind, to repent, Hdt., Attic
2. c. acc. rei, to change one's mind about a thing, to repent of, μετέγνων τὰ πρόσθ' εἰρημένα Eur.; μ. τὰ προδεδογμένα to alter or repeal a previous decree, Thuc.
3. c. inf. to change one's mind so as to do something different, Thuc.; μετ. ὡς…, to change one's mind and think that…, Xen.