λυγγούριον

From LSJ
Revision as of 07:30, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυγγούριον Medium diacritics: λυγγούριον Low diacritics: λυγγούριον Capitals: ΛΥΓΓΟΥΡΙΟΝ
Transliteration A: lyngoúrion Transliteration B: lyngourion Transliteration C: lyggoyrion Beta Code: luggou/rion

English (LSJ)

τό (derived by the ancients from λύγξ, οὖρον, and supposed to be the coagulated urine of the lynx, Dsc.2.81, Plu.2.962f, S.E.P.1.119), a kind of amber (glossed by ἤλεκτρον, Hsch., cf. Str. 4.6.2), Thphr. De Lapidibus 28, IG11(2).161 B49 (Delos, iii B.C.), al., 22.1534.100, Str.4.5.3 (pl.):—also written λυγκούριον, λιγκούριον, and λιγγούριον in codd.; λογγούριον Aët.2.35.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.

Greek Monolingual

λυγγούριον και λυγκούριον και λιγγούριον και λιγκούριον και λογγούριον, τὸ (Α)
1. πολύτιμος λίθος, είδος εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, κατά τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα ούρα του ζώου λυγξ και διακρίνεται ανάλογα με την προέλευσή του σε άρρεν ή θήλυ, ήμερο ή άγριο, από τα οποία το άρρεν και το άγριο θεωρούνταν ως πολυτιμότερα
2. είδος υακίνθου
3. ο τουρμαλίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγξ (I), -γκός (-γγός) + οὖρον (< οὐρῶ). Οι τ. λιγκούριον και λογγούριον είναι πιθ. εσφ. γρφ. του τ.].

German (Pape)

τό, Plut. Sol. an. 4, s. λυγκούριον.

Russian (Dvoretsky)

λυγγούριον: τό красная амбра Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: a kind of amber (Thphr.)
Other forms: also λιγγ-, λιγκ-; note λυγκούριον τὸ ἤλεκτρον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]/LW [loanword] Eur.
Etymology: See also s. λύγξ 2. λυγγούριον (λυγκ-, λιγκ- a. o.) n. kind of amber (Thphr., Delos IIIa, Str. usw.), subst. bahuvrihi of λύγξ and οὖρον, as the stone was considered as urine of the lynx. -- As to λυγγούριον, it has variants λογούριον ὕελος, Λάκωνες H and λογούριον ὕαλος Η, which rather show that it is a foreign word, from which the explanation with the urine arose; it is just a folketymol. phantasy. Fur. 278 n. 43.