κλαγγή
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ἡ, metapl. dat. κλαγγί Ibyc.56: (κλάζω):—any sharp sound, e.g. twang of the bow, Il.1.49; scream of birds, esp. cranes, to which are compared confused cries of a throng, 3.3, Od.11.605, cf. Il.2.100, 10.523; grunting of swine, Od. 14.412; later, howling of wolves and lions, h.Hom.14.4, cf. 27.8; hissing of serpents, Pi.Dith.2.18 (pl.), A.Th.381 (pl.); baying of dogs, X.Cyn.4.5, etc.; also, of musical instruments, Telest.4, Mnesim.4.57 (anap.); of song, S.Tr.208 (lyr.); κλαγγὴ ἀηδόνειος (leg. ἀηδόνιος) Nicom. Trag.1; κλαγγὴ δύσφατος, of Cassandra's prophecies, A.Ag.1152 (lyr.); of the scream of the Harpies, A.R.2.269.
German (Pape)
[Seite 1444] ἡ (κλάζω), Klang, Ton; bei Hom. meist das verworrene Durcheinanderschreien vieler Menschen, Lärm, Getöse, Il. 2, 99, Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ' ἐνοπῇ τ' ἴσαν, ὄρνιθες ὥς 3, 2, vgl. Od. 11, 604, wobei bes. an Kraniche zu denken; von Schweinen, 14, 412; auch von dem Erklingen der Sehne des Bogens, wenn der Pfeil abgeschossen ist, Il. 1, 48; μεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷ Aesch. Spt. 363; vgl. δύσφατος κλ. Ag. 1123, wo es von dem Unglück weissagenden Rufe der Kassandra steht; vom Gesange des Chors, Soph. Trach. 207; μάτηρ δ' ὥς τις πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν, ὅπως ἐξάρξω 'γώ Eur. Troad. 147; οἱ βάρβαροι μεγίστῃ κλαγγῇ βοήσαντες Hdn. 4, 15, 2; von Blasinstrumenten, Telest. Ath. XIV, 637 a; von Hunden, ὑλαγμὸν ποιήσει τῶν κυνῶν καὶ κλαγγήν Xen. Cyn. 6, 17, wie 4, 5; D. Sic. 17, 92; nach Poll. 5, 89 von Adlern u. Kranichen. Von den Harpyien, Ap. Rh. 2, 268; von Gänsen, Plut. de fort. Rom. 12; ἀηδόνειος Nicomach. B. A. 349. – Aus Ibyc. wird Cram. Anecd. 1 p. 65 der dat. κλαγγί angeführt, dem homerischen ἀλκί zu ἀλκή entsprechend.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. cri aigu et inarticulé :
1 cris confus d'une multitude;
2 cri d'animal (grognement du porc, aboiement du chien, sifflement du serpent, etc.);
3 en parl. de choses bruit d'un arc (lorsqu'on lance la flèche);
II. bruit aigu et articulé en parl. du chant du chœur, d'une prédiction de Cassandre.
Étymologie: R. Κλαγ, crier ; cf. lat. clangor.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαγγή -ῆς, ἡ Dor. κλαγγά, hard geluid van mensen of dieren, gegil, geschreeuw:; δυσφάτῳ κλαγγᾷ met onheilspellend gegil (voorspellingen van Cassandra) Aeschl. Ag. 1152; geknor:; κλαγγὴ δ’ ἄσπετος ὦρτο συῶν een geweldig geknor van varkens rees op Od. 14.412; soms ook van zaken:. δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ’ ἀργυρέοιο βιοῖο een dreigende klank kwam van zijn zilveren boog Il. 1.49.
Russian (Dvoretsky)
κλαγγή: ἡ
1 крик, шум: παυσάμενοι τῆς κλαγγῆς Hom. перестав шуметь;
2 пение (ἀρσένων Soph.);
3 вопль (δύσφατος, sc. Κασάνδρας Aesch.);
4 звон, гудение, звук (ἀργυρέοιο βιοῖο Hom.);
5 вой или рычание (λύκων Hom.);
6 хрюканье (συῶν Hom.);
7 лай (τῶν κυνῶν Xen.);
8 шипение (δρακόντων Aesch.);
9 гоготание (χηνών Plut.).
English (Autenrieth)
(κλάζω): scream, properly of birds, Od. 11.605; of animals, as the squealing of pigs, Od. 14.412; and of the loud cry of warriors, Il. 2.100; the sharp twang of a bowstring, Il. 1.49.
Greek Monolingual
η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί)
1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ.
β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)
2. ο συριγμός του τόξου («δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ' ἀργυρέοιο βιοῖο», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση ξιφών και άλλων όπλων («ώρμησαν με βλαστήμιες και θόρυβο και σπαθιών κλαγγή», Καρκβ.)
αρχ.
1. συγκεχυμένη βοή από πλήθος («οἱ βάρβαροι μεγίστῃ τε κλαγγῇ βοήσαντες, ἐπέδραμον τοῖς Ρωμαίοις», Ηρωδιαν.)
2. (για την Κασσάνδρα) φωνή που προμηνύει δυστυχία («τά δ' ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ μελοτυπεῖς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί μετονοματικό παρ. του κλάζω (< κλάγγ-yω), ίσως όμως πρόκειται για ανεξάρτητο σχηματισμό από την ίδια ρίζα. Βλ. λ. κλάζω.].
Greek Monotonic
κλαγγή: ἡ (κλάζω), κάθε οξύς ήχος, όπως ο οξύς τόνος της παλλόμενης χορδής τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· κραυγή γερανών (των πτηνών), σε Όμηρ.· ο γρυλλισμός γουρουνιών, σε Ομήρ. Οδ.· σφύριγμα ερπετών, σε Αισχύλ.· γάβγισμα σκυλιών, σε Ξεν.· επίσης, λέγεται για τραγούδι, σε Σοφ.· κλ. δύσφατος, λέγεται για τις προφητείες της Κασσάνδρας, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κλαγγή: ἡ, δοτ. κατὰ μεταπλασμ. κλαγγὶ (ὡς τὸ ἀλκί), Ἴβυκ. 49· (κλάζω)· ― πᾶς ὀξὺς ἦχος· παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ τόξου ὁπόταν ἐκρίπτηται τὸ βέλος, Ἰλ. Α. 49· ἐπὶ τῆς κραυγῆς πτηνῶν, ἰδίως τῶν γεράνων (πρβλ. κλαγγάζω, κλαγερός), παραβαλλομένης πρὸς τὴν συγκεχυμένην βοὴν πλήθους, Ἰλ. Γ. 3, Ὀδ. Λ. 605, πρβλ. Ἰλ. Β. 100., Κ. 523· ἐπὶ τοῦ γρυλλισμοῦ τῶν χοίρων, Ὀδ. Ξ. 412· βραδύτερον ἐπὶ τῶν ὠρυγμῶν τῶν λύκων, Ὁμ. Ὕμν. 13. 4, πρβλ. 27. 8· ὁ συριγμὸς τῶν ὄφεων, Αἰσχύλ. Θήβ. 381· ἡ ὑλακὴ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 5, κτλ.· ὁ ἦχος μουσικῶν ὀργάνων, Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 637Α· ἐπὶ ᾄσματος, Σοφ. Τρ. 208· κλ. δύσφατος, ἐπὶ τῶν προφητειῶν τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1152. ― πρβλ. κλάζω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὡσαύτως καὶ τὰ κλαγγαίνω, -έω, -ώδης.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: sound, sharp sound, cry of an animal etc. (Il.), also κλαγγόν id. (Babr.),
Other forms: Dat. also κλαγγ-ί (Ibyc. 56; s. below)
Derivatives: κλαγγηδόν with crying (Β 463; Haas Μνήμης χάριν 1, 133), κλαγγώδης full of sound, shrill (Hp., Gal.). Besides κλάζω, also with prefix, e. g. ἀνα-, ἐκ-, aor. κλάγξαι sound, resound, cry (Il.), also κλαγεῖν (B. 16, 127, h. Hom. 19, 14, E. u. a.), fut. κλάγξω (A.), perf. κεκλήγοντες (Aeolising) and κεκληγώς, -ῶτες (Hom.; Schwyzer 540 n. 4, Chantraine Gramm. hom. 1, 430f.), κέκλαγα (Alcm. 7), κέκλαγγα (Ar., X.), perfect future κεκλάγξομαι (Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Isolated presents: κλαγγαίνω (A. Eu. 131), -άνω (S.), -έω (Theoc. Ep. 6, 5), -άζω (Poll., Porph.). - To κλαγεῖν: κλαγερός crying (AP). As yot-present κλάζω may come from *κλάγγ-ι̯ω from a root noun κλάγγ-, which is seen in κλαγγ-ί (or innovation?); but it could also be a primary nasal present, with -ζω from the sound-verbs (ὀλολύζω, οἰμώζω a. o.; cf. Schwyzer 716). The non-present forms κλάγξαι, κλάγξω, κέκλαγγα are anyhow innovations. In function κλαγγ-ή is a verbal noun (cf. Porzig Satzinhalte 11f.). In κλαγεῖν and κέκληγα original primary nasalless forms may have been preserved, but analogical innovation with loss of the nsal is not impossible (Leumann Celtica 3, 248). - A direct comparison (except for -ζω) is Lat. clangō cry (almost only present), with which OIc. hlakka cry (with assimilation nk > kk) may agree. The words belong to a widespread group of soundword (but καλεῖν and κέλαδος do not belong here; cf. the material in Bq, Pok. 599f., W.-Hofmann s. clangō. Note that an IE *klag- is impossible (*klh₂g- wouldhave given in Greek *κλαγ-; a form *klh₂eng- gives *καλαγγ-). Schwyzer 692 assumes expressive nasalization, but this does not help as *κλαγ- cannot be generated. Cf. Fur. 274. Is the basic form Pre-Greek?
See also: - S. auch κλώζω.
Middle Liddell
κλαγγή, ἡ, κλάζω
any sharp sound, such as the twang of a bow, Il.; the scream of cranes, Hom.; the grunting of swine, Od.; the hissing of serpents, Aesch.; the barking of dogs, Xen.:—also of song, Soph.; κλ. δύσφατος, of Cassandra-prophecies, Aesch.
Frisk Etymology German
κλαγγή: {klaggḗ}
Forms: Dat. auch κλαγγί (Ibyk. 56; vgl. unten)
Grammar: f.
Meaning: Klang, scharfer Laut, Geschrei eines Tieres (vorw. poet. seit Il.)
Derivative: mit κλαγγηδόν unter Geschrei (Β 463; Haas Μνήμης χάριν 1, 133), auch κλαγγόν ib. (Babr.), κλαγγώδης klangvoll, schrill (Hp., Gal.). — Daneben κλάζω, auch mit Präfix, z. B. ανα-, ἐκ-, Aor. κλάγξαι erklingen, erschallen, schreien (vorw. ep. poet. seit Il.), auch κλαγεῖν (B. 16, 127, h. Hom. 19, 14, E. u. a.), Fut. κλάγξω (A.), Perf. κεκλήγοντες (äolisierend) und κεκληγώς, -ῶτες (Hom.; Schwyzer 540 A. 4, Chantraine Gramm. hom. 1, 430f.), κέκλαγα (Alkm. 7), κέκλαγγα (Ar., X.), Perfektfuturum κεκλάγξομαι (Ar.). — Einzelne Beispiele verschiedener Präsentia: κλαγγαίνω (A. Eu. 131), -άνω (S.), -έω (Theok. Ep. 6, 5), -άζω (Poll., Porph.). — Zu κλαγεῖν: κλαγερός schreiend (AP).
Etymology: Als Jotpräsens kann κλάζω aus *κλάγγι̯ω von einem Wurzelnomen κλάγγ- ausgehen, das ja in κλαγγί (Neubildung?) tatsächlich vorliegt; es läßt sich aber auch als primäres Nasalpräsens auffassen, wobei der Ausgang -ζω von den Schallverben (ὀλολύζω, οἰμώζω u. a.; vgl. Schwyzer 716) übernommen sein kann. Die außerpräsentischen Formen κλάγξαι, κλάγξω, κέκλαγγα sind sowieso Neubildungen. Wenigstens der Funktion nach ist κλαγγή als Verbalnomen zu betrachten (vgl. Porzig Satzinhalte 11f.). In κλαγεῖν und κέκληγα können primäre nasallose Formen erhalten sein, aber analogische Neubildung mit Nasalverlust läßt sich nicht von der Hand weisen (Leumann Celtica 3, 248). — Ein unmittelbares Gegenstück (bis auf -ζω) liefert lat. clangō schreien (fast nur Präsens), zu dem awno. hlakka schreien (mit Assimilation nk > kk) stimmen kann. Die Wörter gehören zu einer reich entwickelten Gruppe von Schallwörtern, die auch zu καλεῖν und κέλαδος in Beziehung stehen mögen; vgl. das bunte Material bei Bq, WP. 1, 496f., Pok. 599f., W.-Hofmann s. clangō. — S. auch κλώζω.
Page 1,863-864
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κάθε δυνατός ἦχος). Ἀπό τό κλάζω (=κάνω δυνατό ἦχο), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.