μιαίνω

From LSJ
Revision as of 07:34, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐαίνω Medium diacritics: μιαίνω Low diacritics: μιαίνω Capitals: ΜΙΑΙΝΩ
Transliteration A: miaínō Transliteration B: miainō Transliteration C: miaino Beta Code: miai/nw

English (LSJ)

A fut. μιᾰνῶ Antipho 2.2.11; 3sg. μιᾰνεῖ Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene), LXX Is.30.22, al.: aor. ἐμίηνα Il.4.141, Hp.Flat.14, App. BC2.104, ἐμίᾱνα Pi.N.3.16, S.Fr.104, E.Hel.1000, IA[1595], LXX Ge. 34.5, al.; part. μιάνας Sol.32.3: pf. μεμίαγκα Plu.TG21:—Med., aor. ἐμιήνατο Nonn. D. 45.288:—Pass., fut. μιανθήσομαι Pl.R. 621c: aor. ἐμιάνθην, Ep. μιάνθην (v. infr.): pf. μεμίασμαι (v. infr.), μεμίαμμαι LXX Nu.5.14, al., D.C.51.22; 3sg. μεμίανται Porph.Abst.4.16 (but 3pl., Phalar.Ep.121.2); inf. μεμιάνθαι D.S.36.13, but μεμιάσθαι Horap.1.44: Cyrenaic aor. 2 Pass. ἐμίᾱν in 3sg. subj. μιᾷ Berl.Sitzb. 1927.160, al.: fut. Pass. μιᾱσέω in 3sg. ind. μιᾱσεῖ ib. 164:—stain, dye, ὡς δ' ὅτε τίς τ' ἐλέφαντα γυνὴ φοίνικι μιήνῃ Il.4.141; ὥσπερ ἔβενος περίδρομος ἐλέφαντα τὸν βραχίονα μιαίνων Hld.10.15.
2 stain, sully, μιάνθησαν ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι Il.16.795, cf. 23.732; μιάνθην αἵματι μηροί 4.146; αἵματι πεσεῖ μιανθείς S.OC1374, cf. A.Ag.209 (lyr.); τοὺς θεῶν βωμοὺς αἵματι μ. Pl.Lg.782c; μ. βωμὸν εὐγενεῖ φόνῳ E.IAl. c.; βορβόρῳ… ὕδωρ μιαίνων λαμπρόν A.Eu.695.
3 freq. of moral pollution, taint, defile, Pi. l. c., etc.; κλέος Sol.l. c., E.Hel. l. c.; τὸ καλῶς πεφυκὸς οὐδεὶς ἂν μιάνειεν λόγος S.Fr.104; ἑνὶ πόνῳ πολλὰ καὶ λαμπρὰ ἔργα μιῆναι App.BC2.104; εὔφημον ἦμαρ κακαγγέλῳ γλώσσῃ μ. A.Ag.637; μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης Id.Th.344 (lyr.); τὴν δίκην Id.Ag.1669; τὰ ἱερά, τὸ θεῖον, Pl.Lg.868b, Ti.69d; οἶκον θόρυβος μιαίνει Porph.Abst.4.12; θεοὺς μιαίνειν οὔ τις ἀνθρώπων σθένει S.Ant.1044; τὴν ἁγνείαν τῶν θεῶν Antipho 2.2.12, cf. 2.1.10; dishonour a woman, LXX Ge.34.5, al.:—Pass., incur defilement, A.Supp.366, E.Or.75, Berl.Sitzb. ll. cc., etc.; τὴν ψυχήν Pl.R. 621c; τῆς ἄλλης [γῆς] αὐτῷ μεμιασμένης Th.2.102; ἡ ψυχὴ μεμιασμένη καὶ ἀκάθαρτος Pl.Phd. 81b; μιανθέντες τῷ τῆς ἀσεβείας μολυσμῷ Aristeas 66; of ritual defilement in funeral rites, IG 12(5).593.25 (Iulis).

German (Pape)

[Seite 181] aor. ἐμίηνα, att. auch ἐμίανα, vgl. Lob. Phryn. p. 24, perf. μεμιαγκότι, Plut. Tib. Graech. 21, pass. μεμίασμαι u. μεμίαμμαι, Ios. 2, 8, 9; eig. die Oberfläche eines Körpers mit einer andern Farbe überziehen, bemalen, färben; ἐλέφαντα φοίνικι, Il. 4, 141; – gew. besudeln, beflecken; μιάνθησαν κονίῃ, αἵματι, Il. 16, 295. 23, 732 u. öfter, μιάνθην αἵματι μηροί; für μιανθήτην, 4, 146; so μιαίνων παρθενοσφάγοισιν ῥεέθροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 202, βορβόρῳ ὕδωρ λαμπρόν, Eum. 665; αἵματι μιανθείς, Soph. O. C. 1376; βωμὸν φόνῳ, Eur. I. A. 1595; βωμοὺς αἵματι, Plat. Legg. VI, 782 c. – Übertr., sittlich verunreinigen, beflecken; οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίαινε ἀγοράν, Pind. N. 3, 16; μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης, befleckend, Aesch. Spt. 326; εὔφημον ἦμαρ κακαγγέλῳ γλώσσῃ, Ag. 623; μιαίνων τὴν δίκην, 1654; θεοὺς μιαίνειν οὔτις ἀνθρώπων σθένει, Soph. Ant. 1031; πόλιν, Eur. Phoen. 1057; κλέος πατρός, Mel. 1006; γῆς μεμιασμένης, Thuc. 2, 102; ὅστις ἂν ἀγοράν τε καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ μιαίνῃ, Plat. Legg. IX, 868 a; τὸ θεῖον, Tim. 69 d; μεμιασμένη ψυχὴ καὶ ἀκάθαρτος, Phaed. 81 b; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. μιανῶ, ao. ἐμίηνα, att. ἐμίανα, pf. μεμίαγκα;
Pass. ao. ἐμιάνθην, pf. μεμίασμαι;
1 teindre, acc.;
2 souiller (de sang, de poussière, etc.).
Étymologie: R. Mι, souiller ; cf. μιαρός.

Russian (Dvoretsky)

μιαίνω: (aor. ἐμίᾱνα - эп.-ион. ἐμίηνα, pf. μεμίαγκα; pass.: fut. μιανθήσομαι, aor. ἐμιάνθην - эп. 3 л. pl. μιάνθησαν - и μιάνθην, pf. μεμίασμαι - поздн. μεμίαμμαι)
1 окрашивать, красить (ἐλέφαντα φοίνικι Hom.);
2 пачкать, грязнить, марать (βορβόρῳ ὕδωρ λαμπρόν Aesch.; τοὺς βωμοὺς αἵματι Plat.);
3 перен. марать, пятнать, осквернять (εὔφημον ἦμάρ τινι Aesch.; κλέος πατρός Eur.; τὸ θεῖον Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μιαίνω: μέλλ. μιᾰνῶ, Ἀντιφῶν 117, 26· ἀόρ. ἐμίηνα, Ἰλ. Δ. 141, Ἱππ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. Δωρ. ἐμίᾱνα, Πινδ. Ν. 3. 26, οὕτω καὶ ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ, Σοφ. Ἀποσπ. 91, Εὐρ. Ἑλ. 1000, Ι. Α. 1595· μετοχ. μιάνας Σόλων 30. 3· πρκμ. μεμίαγκα Πλουτ. Τ. Γράκχ. 21· - Μέσ. (πρβλ. ἐκμ-), ἀόρ. ἐμιήνατο Νόνν. Δ. 45. 288. - Παθ., μέλλ. μιανθήσομαι Πλάτ. Πολ. 621C· ἀόρ. ἐμιάνθην (Ἐπικ. μιάνθην) Ὅμ., Ἀττ.· πρκμ. μεμίασμαι (ἰδὲ ἐν τέλ.), μεμίαμμαι Δίων Κ. 51. 22, γ΄ ἑνικ. μεμίανται Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 16· ἀπαρ. μεμιάνθαι Διοδ. Ἐκλογ. 537. 57, ἀλλὰ μεμιάσθαι Ὡραπολλ. 1. 44. Κυρίως, βάπτω, χρωματίζω, ὡς δ’ ὅτε τις τ’ ἐλέφαντα γυνὴ φοίνικι μιήνῃ, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου violaverit ostro si quis ebur, Ἰλ. Δ. 141. 2) κοινῶς, κηλιδώνω, «λερώνω», μιάνθησαν κονίῃ Π. 795, κτλ.· ἰδίως δι’ αἵματος, μιάνθην (Ἐπικ. ἢ ἀντὶ τοῦ μιάνθησαν ἢ ἀντὶ τοῦ μιανθήτην) αἵματι μηροὶ Δ. 146· αἵματι πεσεῖ μιανθεὶς Σοφ. Ο. Κ. 1374, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 209· μ. τοὺς θεῶν βωμοὺς αἵματι Πλάτ. Νόμ. 782C· βορβόρῳ... ὕδωρ μιαίνων λαμπρὸν Αἰσχύλ. Εὐμ. 695. 3) συχνάκις ἐπὶ ἠθικῶν κηλίδων, μολύνω, μιαίνω, Πινδ. Ν. 3. 25, καὶ Τραγ.· ἰδίως διὰ μεγάλων κακουργημάτων, οἷον, φόνου, Valck εἰς Εὐρ. Ἱππ. 1437, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 909, καὶ πρβλ. μίασμα· εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ γλώσσῃ μιαίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 637· μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 244· τὴν δίκην ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1669· τὰ ἱερά, τὸ θεῖον Πλάτ. Νόμ. 868Α, Τίμ. 69D. ὅθεν Σοφ. λέγει, θεοὺς μιαίνειν οὔ τις ἀνθρώπων σθένει Ἀντ. 1044, πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 12, Πλάτ. Τίμ. 69D, κ. ἀλλ., - Παθ., μιαίνομαι, μολύνομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 366, Εὐρ. Ὀρ. 75. κτλ.· τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 621C· τῆς ἄλλης [γῆς] αὐτῷ μεμιασμένης Θουκ. 2. 102· μεμιασμένη καὶ ἀκάθαρτος Πλάτ. Φαίδων 81Β.

English (Autenrieth)

aor. subj. μιήνῃ, pass. pres. inf. μιαίνεσθαι, ipf. ἐμιαίνετο, aor. 3 pl. ἐμίανθεν: dye, stain, soil. (Il.)

English (Slater)

μῐαίνω sully met. (Μυρμιδόνες) ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίᾶνε κατ' αἶσαν ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ (N. 3.16)

Spanish

manchar

English (Strong)

perhaps a primary verb; to sully or taint, i.e. contaminate (ceremonially or morally): defile.

English (Thayer)

passive, 1st aorist subjunctive 3rd person plural μιανθῶσιν; perfect 3rd person singular μεμίανται (unless it be better to take this form as a plural; cf. Krüger, § 33,3Anm. 9; Alexander Buttmann (1873) Gram. § 101Anm. 7; Ausf. Spr. § 101Anm. 13; Buttmann, 41 (36); (Winer's Grammar, § 58,6b. β.)), participle μεμιασμενος (R G) and μειαμμενος (ibid. L T Tr WH; also Josephus, b. j. 4,5, 2edition, Bekker; cf. Matthiae, i., p. 415; Krüger, § 40, under the word; Lob. ad Phryn., p. 35; Otto on Theophil. ad Autol. 1,1, p. 2 f; (Veitch, under the word)); from Homer down;
1. to dye with another color, to stain: ἐλέφαντα φοίνικι, Homer Iliad 4,141.
2. to defile, pollute, sully, contaminate, soil (the Sept. often for טִמֵּא): in a physical and a moral sense, σάρκα (of licentiousness), τόν συνείδησιν, τόν νοῦν, passive to defile with sin, passive ibid. and in הֶחֱטִיא, SYNONYMS: μιαίνω, μολύνω: according to Trench (N. T. Synonyms, § xxxi.) μιαίνω to stain differs from μολύνω to smear not only in its primary and outward sense, but in the circumstance that (like English stain) it may be used in good part, while μολύνω admits of no worthy reference.]

Greek Monolingual

(ΑΜ μιαίνω)
1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα του δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.)
2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ γλώσσῃ μιαίνειν», Αισχύλ.)
3. (για ιερούς χώρους) βεβηλώνω, μαγαρίζω («εἰς τὰ τεμένη εἰσιὼν τὴν ἁγνείαν τῶν θεῶν μιανῶ», Αντιφ.)
νεοελλ.
(το παθ.) μιαίνομαι
(ειδικά) μολύνομαι με νοσογόνα μικρόβια
μσν.
1. αμαρτάνω, κολάζομαι
2. ντροπιάζω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μιασμένος, -η, -ον
ακάθαρτος, ρυπαρός
μσν.-αρχ.
διαφθείρω, ατιμάζω («ἐμίανεν ὁ υἱὸς Ἐμμὼρ Δείναν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ», ΠΔ)
αρχ.
αλείφω την επιφάνεια ενός αντικειμένου με άλλο χρώμα, βάφω, χρωματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Στο ζεύγος μιαίνω, μιαρός είναι χαρακτηριστική η εναλλαγή ρ/ν (πρβλ. ιερός και πιθ. ιαίνω). Κατά μία άποψη, οι τ. ανάγονται σε ρίζα μιαρ-, ενώ ο μυκηναϊκός τ. του μιαρός, mijaro «βαφή, χρωστική ύλη για υφάσματα» δεν επιτρέπει την αναγωγή σε ρίζα μιFαρ- και την ύπαρξη ενός αμάρτυρου τ. μιᾱ (μιFᾱ). Έχουν διατυπωθεί, παρ' όλα αυτά, πολλές υποθέσεις, μάλλον απίθανες, για σύνδεση τών τύπων με ΙΕ λέξεις (πρβλ. ΙΕ ρίζα mai- «λεκιάζω, λερώνω», λιθουαν. mάiva «έλος» και miēles «κατακάθι», αρχ. άνω γερμ. meil [a] «λεκές, ψεγάδι»). Κατ' άλλους, οι τ. συνδέονται με αρχ. ινδ. mūtram «ούρα», αβεστ. mūpra- «ακαθαρσία» ή, τέλος, με αρμ. mic «ακαθαρσία, λάσπη». Ο τ. μια-ρός απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή μιαι- (πρβλ. μιαιφόνος), που σχηματίστηκε αναλογικά προς τα κραται-, παλαι- (πρβλ. κραταιπαγής, παλαίμαχος). Το επίθ. μιαρός/μιερός (πρβλ. -μυκην. mijaro) «μολυσμένος, ακάθαρτος» λεγόταν για ορισμένες μέρες του μήνα Ανθεστηριώνος και χρησιμοποιούνταν με ηθική σημ. ως αντίθετο του καθαρός, ενώ στον Αριστοτέλη και στους ρήτορες ως συνώνυμο της ύβρης.
ΠΑΡ. μίανση, μίασμα, μιάστωρ
αρχ.
μιάντης, μιαντός, μιασμός, μίαχος
μσν.
μιαντήριον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μιαι·) μιαιφόνος
αρχ.
μιαιβαδία, μιαιβιώ, μιαιφθορώ
αρχ.-μσν.
μιαιγαμία. (Β συνθετικό) αρχ. εκμιαίνω, εμμιαίνω, καταμιαίνω, προμιαίνω, συμμιαίνω.

Greek Monotonic

μιαίνω: μέλ. μιᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐμίηνα, Δωρ. και Αττ. ἐμίᾱνα, παρακ. μεμίαγκα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐμιήνατο — Παθ., μέλ. μιανθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμιάνθην, Επικ. μιάνθην, παρακ. μεμίασμαι·
1. κανονικά, μπογιατίζω, βάφω, ἐλέφαντα φοίνικι μιαίνειν (πρβλ. violaverit ostro si quis ebur, σε Βιργ.), σε Ομήρ. Ιλ.
2. κηλιδώνω, λεκιάζω, μολύνω, ιδίως με αίμα, μιάνθην (Επικ. γʹ δυϊκ. αντί μιανθήτην), αἵματι μηροί, σε Ομήρ. Ιλ.· αἵματι πεσεῖ μιανθείς, σε Σοφ.· μιαίνω τοὺς θεῶν βωμοὺς αἵματι, σε Πλάτ.· βορβόρῳ ὕδωρ μιαίνων, σε Αισχύλ.
3. λέγεται για κηλίδες στην ηθική κάποιου, μολύνω, κηλιδώνω, σε Πίνδ., Τραγ.· απ' όπου ο Σοφ. αναφέρει, θεοὺς μιαίνειν οὔ τις ἀνθρώπων σθένει — Παθ., υφίσταμαι τέτοια κηλίδωση, σε Αισχύλ. κ.λπ.· μιαίνεσθε τὴν ψυχήν, σε Πλάτ.· τῆς ἄλλης (γῆς) αὐτῷ μεμιασμένης, σε Θουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: stain, soil, defile, esp. defile through bloodcrime.
Other forms: aor. μιᾶναι, μιῆναι, pass. μιανθῆναι (Il.), fut. μιανῶ (Cyrene, Antipho), pass. fut. a. perf. μιανθήσομαι, μεμίασμαι (Att.), act. perf. μεμίαγκα (Plu.), pass. aor. subj. 3. sg. μιᾳ̃ w. fut. μιασεῖ (Cyrene; Schwyzer 743 w. n. 9 a. 786),
Compounds: Rarely w. prefix as ἐκ-, κατα- συν-. Comp. μιαι-φόνος committing a defiling murther, stained by murther, adjunct of Ares (in E und Φ, B., Hdt., E.; μιη-φόνος Archil.) with -έω (Att.), -ία (D., D. S., Plu.). -- Isolated are w. χ-suffix (Schwyzer 498, Chantraine Form. 403f.) the expressive μίαχος μίασμα, μιαχρόν <οὑ?> καθαρόν H.
Derivatives: μίασμα n. defilement, abomination, horrible stain (IA; on the formation etc. Porzig Satzinhalte 241), μιασμός m. defilement (LXX, Plu.), μίανσις f. id. (LXX); μιάστωρ m. defiler, avenging ghost, avenger (trag., late prose; -σ- as in μίασμα, cf. also ἀλάστωρ and Schwyzer 531; unnecessary objections in Fraenkel Nom. ag. 2, 24); μιάντης m. id. (EM), ἀ-μίαν-τος unstained (Thgn., Pi.), w. des. of a stone = asbestos (Arist., Plin., Dsc.). -- Beside μιαρός (Il.), μιερός (Call.) defiled, soilt, polluted, esp. through bloodcrime with μιαρ-ία (Att.), -ότης (An. Ox.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [966] *smei(d)- semear
Etymology: "With the r-n-change -αίνω: -αρός, μιαίνω: μιαρός (ἰαίνω: ἱερός?; s. Fraenkel Glotta 20, 92 f. with Debrunner IF 21, 32 a. 43) follow a wellknown scheme" says Frisk; a certain non-Greek agreement is however not known; but r/n after a is hard to explain as IE. Improbable or quite uncertain hypotheses: to Skt. mū́tram n. urine, Av. mūÞra- n. impureness (Fick GGA 1881, 1427; agreeing Bechtel Lex. 227; in vowel deviating); to Lith. máiva marsh-bottom, miẽlės yeast, Germ., e.g. OHG meil(a) stain, blemish (Persson Beitr. 1, 221; the last with Grienberger and Wiedemann), to which after H. Petersson Heteroklisie 180 ff. (w. further uncertain combinations) also Arm. mic, gen. mc-i dirt, mud (IE *miǵ-). -- The 1. member in μιαι-φόνος is prob. as in ταλαί-πωρος to be taken as verbal ("ὁ μιαίνων φόνῳ"); beside it μιη-φόνος like Ἀλθη- beside Ἀλθαι-μένης [but this remains unexplained]; a long syllable was metr. needed. Details in Schwyzer 448. A subst. *μι(Ϝ)α, esp. with a supp. loc. μιαι- (Persson Stud. 155, Bechtel Lex. s.v. a. Dial. 3, 118f.) is not credible. -- WP. 2, 243 w. more forms, Pok. 697, Fraenkel Wb. s. máiva. - Blanc, BSL 96(2001)153-179 tries to connect Goth. bi-smeitan besmear, strike, bur there is no certain evidence for s- in Greek, which would have unlengthened *smei-; the development of the meaning in Germanic is difficult. If there is no etymology, the word will rather be Pre-Greek. Did it have *mya(n)-, with palatal *m-? We know that an /a/ could be pronounced as (e) after a palatalized consonant; so here we may have the origin of the ε/α- alternation in Greek.

Middle Liddell

1. properly, to stain, dye, ἐλέφαντα φοίνικι μιαίνειν (cf. Virgil's violaverit ostro si quis ebur), Il.
2. to stain, defile, sully, esp. with blood, μιάνθην (epic 3rd dual for μιανθήτην) αἵματι μηροί Il.; αἵματι πεσεῖ μιανθείς Soph.; μ. τοὺς θεῶν βωμοὺς αἵματι Plat.; βορβόρωι ὕδωρ μιαίνων Aesch.
3. of moral stains, to taint, defile, Pind., Trag.; hence Soph. says, θεοὺς μιαίνειν οὔ τις ἀνθρώπων σθένει:— Pass. to incur such defilement, Aesch., etc.; μιαίνεσθαι τὴν ψυχήν Plat.; τῆς ἄλλης [γῆς] αὐτῶι μεμιασμένης Thuc.

Frisk Etymology German

μιαίνω: {miaínō}
Forms: Aor. μιᾶναι, μιῆναι, Pass. μιανθῆναι (alles seit Il.), Fut. μιανῶ (Kyrene, Antipho), Pass. Fut. u. Perf. μιανθήσομαι, μεμίασμαι (att. usw.), Akt. Perf. μεμίαγκα (Plu.), Pass. Aor. Konj. 3. sg. μιᾷ m. Fut. μιασεῖ (Kyrene; Schwyzer 743 m. A. 9 u. 786),
Grammar: v.
Meaning: ‘beflecken, besudeln, verunreinigen, bes. durch Blutschuld, entweihen’.
Composita: vereinzelt m. Präfix wie ἐκ-, κατα-, συν- — Komp. μιαιφόνος einen befleckenden Mord begehend, mordbefleckt, Beiw. des Ares (in Ε und Φ, B., Hdt., E.; μιηφόνος Archil.) mit -έω (att. usw.), -ία (D., D. S., Plu.).
Derivative: Davon μίασμα n. Befleckung, Greuel, Greuelfleck (ion. att.; zur Bildung usw. Porzig Satzinhalte 241), μιασμός m. Beflekkung (LXX, Plu. u. a.), μίανσις f. ib. (LXX u. a.); μιάστωρ m. Beflecker, Rachegeist, Rächer (Trag. u. sp. Prosa; -σ- wie in μίασμα, vgl. noch ἀλάστωρ und Schwyzer 531; unnötige Bedenken bei Fraenkel Nom. ag. 2, 24); μιάντης m. ib. (EM), ἀμίαντος unbefleckt (Thgn., Pi. u.a.), m. Bez. eines Steins (Arist., Plin., Dsk.). — Daneben μιαρός (seit Il.), μιερός (Kall. u.a.) ‘befleckt, besudelt, verunreinigt, bes. durch Blutschuld' mit μιαρία (att.), -ότης (An. Ox.). — Für sich stehen m. χ-Suffix (Schwyzer 498, Chantraine Form. 403f.) die expressiven μίαχος· μίασμα, μιαχρόν· <οὐ?> καθαρόν H.
Etymology: Mit dem r-n-Wechsel -αίνω: -αρός folgt μιαίνω: μιαρός (ἰαίνω: ἱερός?; s. Fraenkel Glotta 20, 92 f. mit Debrunner IF 21, 32 u. 43) einem wohlbekannten Schema; eine sichere außergriechische Entsprechung ist indessen nicht gefunden. Unwahrscheinliche oder ganz unsichere Hypothesen: zu aind. mū́tram n. Urin, aw. mūþra- n. Unreinigkeit (Fick GGA 1881, 1427; zustimmend Bechtel Lex. 227; im Vokal abweichend); zu lit. máiva Sumpfboden, miẽlės Hefe, germ.,z.B. ahd. meil(a) Fleck, Makel (Persson Beitr. 1, 221; letzteres mit Grienberger und Wiedemann), wozu nach H. Petersson Heteroklisie 180 ff. (m. weiteren unsicheren Kombinationen) noch arm. mic, Gen. mc-i Dreck, Kot (idg. *miĝ-). — Das Vorderglied in μιαιφόνος ist wohl wie in ταλαίπωρος verbal aufzufassen ("ὁ μιαίνων φόνῳ"); daneben μιηφόνος wie Ἀλθη-neben Ἀλθαιμένης; eine Silbenlänge war ja sowieso metrisch erforderlich. Einzelheiten m. reicher Lit. bei Schwyzer 448. Ein Subst. *μι(ϝ)α, zumal mit einem angebl. Lok. μιαι- (Persson Stud. 155, Bechtel Lex. s.v. u. Dial. 3, 118f.) ist nicht glaubhaft. — WP. 2, 243 m. weiteren Formen u. Lit., Pok. 697, Fraenkel Wb. s. máiva.
Page 2,235-236

Chinese

原文音譯:mia⋯nw 米埃挪
詞類次數:動詞(5)
原文字根:弄污 相當於: (טָמֵא‎ / טָמְאָה‎)
字義溯源:染污*,沾污,受污,污損,污染,受污染,染了污穢,弄污,污穢。參讀 (κοινόω)同義字
同源字:1) (ἀμίαντος)未玷污的 2) (μιαίνω)染污 3) (μίασμα)污穢 4) (μιασμός)污染
出現次數:總共(5);約(1);多(2);來(1);猶(1)
譯字彙編
1) 污穢(2) 多1:15; 猶1:8;
2) 受污染(1) 來12:15;
3) 是污穢的(1) 多1:15;
4) 染了污穢(1) 約18:28

Mantoulidis Etymological

(=λερώνω, μολύνω). Πιθανόν ἀπό ὑποθετικό οὐσιαστ. μιϝα (=βρωμιά). Θέμα: μιαν+ω καί μέ ἐπένθεση τοῦ j → μιαίνω.
Παράγωγα: μίανσις, μιαντήριον, μιάντης, μιαντικός, μιαντός, ἀμίαντος (=καθαρός), μιαρός (=λερωμένος), μιαρία, μίασμα (=μόλυσμα), μιασμός, μιάστωρ (=ἄθλιος ἄνθρωπος), μιαιφόνος (=αἱμοχαρής).

Léxico de magia

manchar ref. a la divinidad ἧκε <μοι>, κύριε, ἀμώμητος καὶ ἀπήμαντος, ὁ μηδένα τόπον μιαίνων ven a mí, señor, carente de defectos y de dolor, tú que ningún lugar manchas P XIII 90 P XIII 604