ἐξεβαίνω

From LSJ
Revision as of 09:47, 14 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=(Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω)<br />βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι<br /><b>2.</b> απελευθερώνομαι<br /><b>3.</b> αποβιβάζομαι<br /><b>4.</b> φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι<...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω)
βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο
μσν.
1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι
2. απελευθερώνομαι
3. αποβιβάζομαι
4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι
5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα
6. αποπλέω
7. ανοίγομαι στο πέλαγος
8. μεταβαίνω κάπου
9. πηγαίνω να προϋπαντήσω, να συναντήσω κάποιον
10. (για πλήθος) συγκεντρώνομαι για να παρακολουθήσω
11. κάνω επιδρομή, εκστρατεύω
12. επιτίθεμαι
13. απομακρύνομαι προσωρινά από το πεδίο της μάχης
14. εκθρονίζομαι
15. ξεπροβάλλω
16. ξεχωρίζω από κάποια ομάδα
17. αποσκιρτώ, αποστατώ
18. παραβαίνω
19. κατεβαίνω
20. καταλήγω σε ορισμένη κατάσταση
21. αποδεικνύομαι
22. αναδεικνύομαι σε κάποιο αξίωμα
23. (για ουράνια σώματα) ανατέλλω
24. (για φήμη) διαδίδομαι, διασπείρομαι
25. προέρχομαι, πηγάζω
26. (για μαντεία) έρχομαι στο μυαλό κάποιου
27. παρεκκλίνω από τη σειρά της αφήγησης
28. (για μέλος του σώματος) ξεσκεπάζομαι, γυμνώνομαι
29. (για υγρόιδρώτα) εκκρίνομαι
30. φυτρώνω
31. (για ήχο) παράγομαι, εκπέμπομαι
32. (για ανθρώπινη φωνή) βγαίνω
33. (για ασθένεια) εξαλείφομαι
34. ξεφεύγω, διαφεύγω
35. (για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) τελειώνω
36. εγκαταλείπω την εργασία μου
37. διέρχομαι ποτάμι, στενό, πόρτα ή δύσβατο δρόμο
38. φρ. α) «ξεβαίνω ἀπὸ τὸν νοῦν» — παραλογίζομαι, τρελαίνομαι
β) «ξεβαίνει κάτι ἀπό τὸν νοῦν μου» και «ξεβαίνει κάτι ἐκ τὸν νοῦν μου» — ξεχνώ κάτι
γ) «ξεβαίνω εἰς τὸ φῶς τοῦ κόσμου» — γεννιέμαι
δ) «ξεβαίνει λόγος» — γίνεται γνωστό
ε) «ξεβαίνει ἡ ψυχή» ή «ξεβαίνει ἡ ψυχίτσα μου» — πεθαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-έβαινον (βλ. και λ. ξε-), πρτ. του ἐκβαίνω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].